Καλώς ήλθατε !

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Τα 10 καταστροφικότερα trends στην ιστορία της μόδας

Η τάση των ανθρώπων να προσπαθούν πάντα να δείχνουν όσο ωραιότεροι γίνεται δεν αποτελεί καινούργιο χαρακτηριστικό μιας εποχής που, όπως και να το κάνουμε, ξεχωρίζει για την ρηχότητα που διακρίνει τους «πολιτισμένους» λαούς. Ανέκαθεν η ανθρωπότητα, και δη οι εύπορες τάξεις αυτής, ενδιαφερόταν για την εξωτερική της εμφάνιση και ανέκαθεν έφτανε σε αδιανόητες υπερβολές και κακογουστιές προκειμένου να εντυπωσιάσει, να τραβήξει τα βλέμματα και να προκαλέσει το ενδιαφέρον των υπολοίπων.Από γιγαντιαίες περούκες, ψεύτικες ελιές και ανδρικά παπούτσια με τακούνια, μέχρι μαυρισμένα δόντια, απλυσιά και αλουσιά, και ασφυκτικά φορέματα για τις γυναίκες, οι κατά καιρούς τάσεις της, ευρωπαϊκής κυρίως, μόδας στην ιστορία μοιάζουν σήμερα από γελοίες έως επικίνδυνες. Αν, ωστόσο, αναλογιστεί κανείς ότι ήταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι αυτοί που ουσιαστικά εφηύραν την βουλιμία, κάνοντας εμετό ανάμεσα στα γεύματα για να μην παχαίνουν και να μπορούν να τρώνε περισσότερο, αναρωτιόμαστε μήπως τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Και τότε η σημασία του να διευκρινίσουμε τις δέκα καταστροφικότερες τάσεις στην ιστορία της μόδας γίνεται ακόμα πιο ουσιαστική. 

1. Στενός κορσές (τους έγινε) 
Ο ελισαβετιανού τύπου κορσές αποτελούσε βασικό γυναικείο εσώρουχο από τις αρχές του 16ου αιώνα. Όλοι έχουμε δει ταινίες εποχής με τις παραμάνες να σφίγγουν ασφυκτικά τα κορδόνια του κορσέ της λαίδης, προκειμένου η μέση της να «μπει» όσο πιο μέσα επιτρέπουν οι αντοχές της (ένα βήμα πριν της κοπεί η ανάσα δηλαδή). Σκοπός του κορσέ, βέβαια, δεν ήταν μόνο να κάνει την γυναικεία μέση να φαίνεται λεπτότερη, αλλά κυρίως να «πατικώσει» το στήθος προς τα πάνω, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ολοστρόγγυλο, εντυπωσιακό μπούστο. Λόγω του σκληρού υλικού από το οποίο ήταν δημιουργημένος ο κορσές, οι γυναίκες δε μπορούσαν μεν να αναπνεύσουν, αλλά καμάρωναν για τις στητές τους πλάτες και την εντυπωσιακή τους κορμοστασιά. Όσο, βέβαια, εντυπωσιακό trend κι αν υπήρξε ο κορσές, όσο ελκυστικές κι αν έκανε τις γυναίκες να δείχνουν, άλλο τόσο επικίνδυνος ήταν, καθώς συμπίεζε τόσο πολύ τα εσωτερικά τους όργανα και παραμόρφωνε τα πλευρά τους που προκαλούσε στις γυναίκες συχνά δυσκολία στην αναπνοή και λιποθυμία. Στην ιστορία, μάλιστα, αναφέρεται η περίπτωση μιας γυναίκας που πέθανε επειδή τα πλευρά της τρύπησαν από το πολύ σφίξιμο το συκώτι της. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο κορσές αντικαταστάθηκε από το σουτιέν. 

2. Μαύρισμα… δοντιών 
Ανάμεσα στις παρωδίες της μόδας στην ελισαβετιανή εποχή ήταν και τα μαύρα δόντια. Περί τον 16ο αιώνα, λοιπόν, ένδειξη πλούτου ήταν να αφήνουν οι αριστοκράτες τα δόντια τους να χαλάνε και να μαυρίζουν. Γιατί; Γιατί αυτό έδειχνε πως οι πολύ πλούσιοι δεν χρειαζόταν να τρώνε κανονικό, απλό φαγητό, όπως ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά απολαυστικά γλυκά και «junk food» της εποχής, τα οποία φυσικά κατάστρεφαν τα δόντια. Όχι, βέβαια, πως και αυτά να μην έτρωγαν θα επιβίωναν τα δόντια τους περισσότερο. Οι «οδοντόκρεμες» και οι σκόνες δοντιών της εποχής ήταν πολύ χειρότερες για την υγεία των δοντιών. 

3. Οι περούκες της ντροπής 
Δημοφιλείς στην Αγγλία και την Γαλλία του 17ου και 18ου αιώνα ήταν οι περούκες, τις οποίες φορούσαν μόνο αυλικοί, ευγενείς και πολύ πλούσιοι άνδρες (και γυναίκες). Βασικός σκοπός της περούκας, πέραν ίσως του να χαρίσει στον φέροντα όποιο look επιθυμούσε ή ήταν της μόδας ανά πάσα στιγμή, ήταν να καλύψει την καράφλα τους, η οποία προερχόταν κυρίως από έλλειψη καθαριότητας. Οι περούκες, βέβαια, τότε ήταν τρομερά ακριβές και τρομερά γελοίες, ειδικά οι ανδρικές. Άπαξ και την αποκτούσε, όμως, κανείς, μπορούσε έπειτα να την κρατήσει καλά διατηρημένη με μία απλή πούδρα, που την γυάλιζε και την καθάριζε. Οι γυναίκες, από την άλλη, που ήθελαν τις περούκες τους ακόμα πιο καλοδιατηρημένες και λαμπερές, του έριχναν σουλφουρικό οξύ, το οποίο αργότερα εισχωρούσε στο κεφάλι τους και συχνά δημιουργούσε βλάβες και οπωσδήποτε πτώση μαλλιών. 

4. Όταν η βρώμα ήταν της μόδας 
Το «καθαριότητα ίσον μισή αρχοντιά» φαίνεται πως δεν ίσχυε πάντοτε στην ιστορία της Δύσης. Η αποκήρυξη της καθαριότητας πιθανότατα ξεκίνησε με τους πρώτους χριστιανούς, οι οποίοι καταδίκαζαν τα Ρωμαϊκά λουτρά και για να αποτρέψουν τον κόσμο από αυτά δημιούργησαν την εντύπωση ότι είναι καλό να μένει κανείς βρώμικος για καιρό ή, ανάποδα, ότι το μπάνιο δεν είναι απαραίτητο. Κάπως έτσι έφτασε στην Αναγέννηση το μπάνιο να θεωρείται επιβλαβές για την υγεία, καθώς μπορούσε να προκαλέσει ασθένειες και λοιμώξεις, οπότε οι άνθρωποι ήταν καταδικασμένοι να φορούν make-up και αρώματα προκειμένου να μην πλυθούν. Όσοι μπορούσαν, τουλάχιστον, να διαθέσουν χρήματα γι’αυτά. Οι υπόλοιποι απλά πέθαναν στην ίδια τους την βρώμα… 

5. Μαύρα μάτια 
Μιλώντας για make-up, το αποκορύφωμα στο μακιγιάζ, και μάλιστα πολύ πριν τον 16ο αιώνα, ήταν τα μαύρα μάτια. Η μόδα του kohl, της ανατολίτικης αυτής σκιάς ματιών, ξεκίνησε από τους αρχαίους Αιγυπτίους και των δύο φίλων με σκοπό να προσδώσει στο βλέμμα ένταση και βάθος. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι πέρα από τα γοητευτικά αυτά χαρίσματα προσέδιδε και δηλητηρίαση από μόλυβδο, αφού το kohl φτιαχνόταν αρχικά από ορυκτό γαληνίτη (σουλφίδιο μολύβδου), το οποία σταδιακά εισερχόταν στον οργανισμό οδηγώντας μέχρι και στον θάνατο. Με τα χρόνια η σύσταση του kohl βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα αυτό να χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, ειδικά στην Αφρική, την Νότια Ασία και την Μέση Ανατολή. Υποτίθεται δε ότι σήμερα δεν είναι δηλητηριώδες, αλλά σε κάθε περίπτωση η «βάση» της σύστασής του παραμένει ο μόλυβδος. 

6. Δολοφονικά χτενάκια 
Η ιατρική στην αρχαία Ρώμη ήταν ιδιαίτερα προχωρημένη, τουλάχιστον συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις του αρχαίου κόσμου. Οι Ρωμαίοι, λοιπόν, είχαν μια παραπάνω ιδέα της ανατομίας τους και σε γενικές γραμμές καταλάβαιναν ποιες ουσίες ήταν τοξικές και ποιες όχι. Μερικές φορές, όμως, η ματαιοδοξία υπερνικούσε την λογική και έτσι προκειμένου να τονώσουν το χρώμα στα γκριζαρισμένα μαλλιά τους πολλοί Ρωμαίοι αριστοκράτες χρησιμοποιούσαν χτενάκια φτιαγμένα από μόλυβδο, τα οποία βουτούσαν σε ξύδι και έπειτα χτενίζονταν με αυτά. Ο συνδυασμός των δύο αυτών συστατικών δημιουργούσε στην τρίχα ένα έντονο σκούρο χρώμα, το οποίο ήταν όμως δηλητηριώδες, και έτσι λίγο καιρό μετά οι περισσότεροι από αυτούς πέθαιναν από μόλυνση στο κεφάλι. 

7. Και δολοφονικότερες βαφές μαλλιών 
Κι αν τα χτενάκια από μόλυβδο σας… τρόμαξαν, μην νομίζετε ότι οι πιο σύγχρονες βαφές, τουλάχιστον αυτές που ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται πριν 40 περίπου χρόνια είναι πιο ασφαλείς. Κατά την δεκαετία του 1970 βρέθηκε ότι οι περισσότερες βαφές μαλλιών που πωλούνταν στο εμπόριο περιείχαν καρκινογενή και μεταλλαξιογόνα σύνθετα και παρόλο που οι περισσότερες εταιρίες αφαίρεσαν τα πιο επικίνδυνα από αυτά, το να βάφουμε ακόμα και σήμερα τα μαλλιά μας αποδεδειγμένα μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, και μάλιστα όχι μόνο σ’αυτούς που βάφουν τα ίδια τους τα μαλλιά: Έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι κομμωτές που ασχολούνται με βαφές μαλλιών έχουν 500% παραπάνω πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο στην ουροδόχο κύστη από τους κομμωτές που δεν αγγίζουν τις βαφές. 

8. Λεύκανση προσώπου 
Επιστρέφουμε στην ελισαβετιανή εποχή και στο πάθος της τότε αριστοκρατίες προς τα χλωμά πρόσωπα. Και επειδή δεν είχαν όλοι την τύχη να γεννηθούν με το «εκρού του νεκρού», για να το πετύχουν χρησιμοποιούσαν ένα καλλυντικό με βάση -ξανά- τον μόλυβδο, αλλά τον λευκό αυτήν την φορά, το οποίο χάριζε μία… μακάβρια λευκή επιδερμίδα. Φυσικά, επρόκειτο για μία άκρως δηλητηριώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα στο βάψιμο των πλοίων. Οι ελισαβετιανοί, ωστόσο, δεν δίσταζαν για πολλά χρόνια να την χρησιμοποιούν, καθώς, φαίνεται, προτιμούσαν να πεθάνουν δηλητηριασμένοι αλλά χλωμοί και αριστοκράτες, παρά ηλιοκαμένοι και φτωχοί. 

9. Τακούνια για άνδρες 
Η τραγωδία της αναγεννησιακής μόδα στα ρούχα πραγματικά δεν έχει τέλος. Το αξεσουάρ που οπωσδήποτε ξεχώρισε και μάλιστα στην ανδρική γκαρνταρόμπα ήταν τα τακούνια. Έτσι, πριν επανέλθουν στα λογικά τους, οι ευγενείς συνήθιζαν να βολτάρουν για τουλάχιστον τρεις αιώνες, πάνω σε 8ποντα τακούνια που τους προσέθεταν εντυπωσιακότερη θωριά και στυλ. Η μόδα βέβαια αυτή δεν έφυγε ποτέ οριστικά. Σήμερα βλέπουμε, χαμηλότερα βέβαια, τακούνια σε κοντούς άνδρες (τύπου Σαρκοζί) ή σε drag-queens, οπότε δεν μας κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. 

10. Ψεύτικες ελιές 
Τέλος, ανάμεσα στα παράλογα της τότε μόδας δε μπορούμε να παραλείψουμε και την δημιουργία ψεύτικων ελιών στο πρόσωπο. Οι ελιές (beauty marks ή beauty spots στα αγγλικά) θεωρούνταν στοιχείο ιδιαίτερης γοητείας κατά την αναγεννησιακή περίοδο και έτσι πολλές γυναίκες και άνδρες συνήθιζαν να σημαδεύουν το πρόσωπό τους με ψεύτικα μαύρα σημάδια, και μάλιστα σε συγκεκριμένα σημεία του προσώπου για υπέρμετρη γοητεία. Ακόμα, ένας σκοπός της τοποθέτησης ψεύτικων ελιών ήταν να καλύψουν κάποιο σημάδι στο πρόσωπο ή κάποια δυσχρωμία του δέρματος. Οι ψεύτικες ελιές είτε ζωγραφίζονταν με μελάνι ή κατασκευάζονταν από δέρμα ή μετάξι.


Πηγή: in2life_Έλενα Μπούλια

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

O Αρχάγγελος Σήμερα

Ο Αρχάγγελος σήμερα αποτελεί ομώνυμο χωριό της Ανατολικης Ρόδου περιλαμβανοντας τις κοινότητες Μασσάρων και Μαλώνας. Ο Αρχάγγελος βρίσκεται στην Νοτιοανατολική πλευρά του Νησιού σε απόσταση , 28 χιλιομέτρων από την πόλη της Ρόδου , 2 χιλιομέτρων από την ακτή , σε γεωγραφικό υψόμετρο 161 μέτρων και με έκταση που ξεπερνά τις 48.000 τετραγωνικά στρέμματα. Αριστερά και στην είσοδο του Αρχαγγέλου βρίσκεται το Κέντρο Υγείας Αρχαγγέλου που παρέχει Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Την φανταστική θέα που αντικρίζουμε καθώς βαίνουμε προς την κωμόπολη του Αρχαγγέλου μας την προσφέρουν τα δύο βουνά , ο Προφήτης   Ηλίας στην Νοτιοανατολική πλευρά και ο Κάραβος στην δυτική πλευρά , βουνά που σκιάζουν Νοτιοανατολικά την κωμόπολη κατά τις πρωινές ώρες και δυτικά κατά τις απογευματινές ώρες. Η κωμόπολη του Αρχαγγέλου απλώνεται μπροστά από το δύο βουνά και καταλαμβάνει τα 5.000 τετραγωνικά στρέμματα αφήνοντας μία πεδιάδα , από ελαιώνα να καταλαμβάνει τα υπόλοιπα 35.000 τετραγωνικά στρέμματα της εκτάσεώς του Δήμου , που στα άκρα της έχει μία συνοριακή οροσειρά να την περικυκλώνει .
Στο εσωτερικό του Αρχαγγέλου βρίσκουμε τα στενά δρομάκια, κοντά και γύρο από την Εκκλησία του Ταξιάρχη που αντιπροσωπεύει τον Πολιούχο του Αρχαγγέλου "Αρχάγγελο Μιχαήλ " , ανάμεσα στα στενά δρομάκια τα παραδοσιακά σπίτια που κρύβουν μέσα τους την Αρχαγγελίτικη παράδοση . Στο κέντρο, μπροστά στο Δημαρχείο , έχουμε την πλατεία Αφεντικά και γύρο από αυτήν της διάφορες επιχειρήσεις που δίνουν ζωντάνια στην κωμόπολη κατά τις ώρες των συναλλαγών και τις βραδινές ώρες. Τα παραδοσιακά καφενεία , τα εστιατόρια με τα Αρχαγγελίτικα φαγητά , τα ξενοδοχεία και τα πανσιόν βοηθούν στην επιβίωση και παραμονή του αλλοδαπού πληθυσμού του Αρχαγγέλου.
Στον Αρχάγγελο σήμερα έχουμε : Πρώτο Γυμνάσιο Λύκειο , Πρώτο Δημοτικό Σχολείο , Δεύτερο Δημοτικό Σχολείο , Πρώτο κρατικό παιδικό σταθμό , ιδιωτικό παιδικό σταθμό , Πρώτο και Δεύτερο Νηπιαγωγείο , Πρώτο Αστυνομικό Τμήμα , υπερσύγχρονο Γήπεδο Ποδοσφαίρου , υπερσύγχρονο Γυμναστήριο, Κέντρο Υγείας, Τράπεζες και Ταχυδρομείο.

Επίσης στον Αρχάγγελο συναντάμε διάφορα μοναστήρια όπως το μοναστήρι των "Αγίων Αποστόλων" που μπροστά του βρίσκεται το νεκροταφείο της κωμόπολης. Το μοναστήρι του "Αγίου Αντώνη" στο κέντρο, του "Αγίου Γιάννη" στα στενά δρομάκια , του "Αγίου Γεωργίου" στο Κάστρο και μία σειρά διαφόρων μοναστηριών που βρίσκονται απλωμένα στην έκταση του Αρχαγγέλου όπως η πασίγνωστη Μονή Τσαμπίκας που βρίσκεται σε ύψωμα κοντά στο χωριό και χτίστηκε πρίν απο 700 περίπου χρόνια. Ο Αρχάγγελος σήμερα εξακολουθεί να διατηρεί και να προικίζει την τέχνη των κεραμικών που από τόσο παλιά συσχετίζεται με τον τόπο μας , όπως επίσης και την τέχνη της χειροποίητης ταπητουργίας.

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αρχαγγέλου " Ο ΑΙΘΩΝΑΣ"  φροντίζει να ξυπνά της παραδόσεις του τόπου μας. Μια ξεχωριστή ομορφιά στον Αρχάγγελο του σήμερα δίνουν οι τρείς παραλίες των Στεγνών   της Τσαμπίκας και του Χαρακίου.Ο Αρχάγγελος σήμερα περήφανα διατηρεί τα ήθη, έθιμα και της παραδόσεις που οι  ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων ενώ παράλληλα διατηρεί και μια ξεχωριστή παρουσία στον τομέα της κοινωνικής ανάπτυξης βάζοντας τα θεμέλια για μια σύγχρονη δημιουργική και παραγωγική πόλη γεμάτη απλούς και φιλικούς ανθρώπους οι οποίοι υποδέχονται κάθε επισκέπτη.
Απο το 1998 έχουμε την συνένωση με τις κοινότητες Μαλώνας κα Μασσάρων.

Ιστορική Αναδρομή

Το 1500 π.Χ οι "Αχαιοί" είναι οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι που αποικούν στην περιοχή της σημερινής "Φιλέρημου" που τότε λεγόταν "Αχαΐα". Το 1100 π.Χ. με το τέλος του "Μυκηναϊκού πολέμου" γίνεται κάθοδος των "Δωριέων" στην Ρόδο και κτίζονται οι τρεις πόλεις κράτη της Ρόδου : "Λίνδος - Ιαλυσός και Κάμιρος", που μαζί με την "Κω , Κνίδο και Αλικαρνασσό" ιδρύουν τη Δωρική Εξάπολη. Το 408 π.Χ. αναφαίνεται η πόλη της Ρόδου που αναπτύσσεται σε βάρος των τριών άλλων πόλεων του νησιού. Πριν από το ιστορικό αυτό γεγονός κάθε πολιτεία είχε τους δικούς της δήμους , κωμοπόλεις και χωριά, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Αρχάγγελος ήταν τότε γνωστός ως Δήμος Ποντορέων (από το Πόντος και όρος-θάλασσα και βουνό) που ανήκε στο κράτος της Ιαλυσού και βρισκόταν στην παραλιακή θέση Πετρώνας, που στο Μεσαίωνα μεταφέρθηκε στο εσωτερικό για ασφάλεια απο τις πειρατικές επιδρομές και πήρε το όνομα Αρχάγγελος. Ίχνη κατοίκησης διαπιστώνονται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα από την Νεολιθική Εποχή και την Εποχή του Χαλκού, στο σπήλαιο του Κουμέλου και ασφαλώς στη γύρω περιοχή του "Κεραμιού", στον Αναγρό και στα Μαλά - "Πετροκοπιό". Η κατοίκηση εξαπλώνεται με την πάροδο των χρόνων στις γύρω περιοχές και σχηματίζονται οικισμοί στη "Σύρα, Στεγνά, Φαγιού, πλαγιές της Κυράς, Γεμαχί, Κυρά Ναπενή, Νάπες, Λιπαρή, Σεραφί, Αμπάς" και αλλού. Η σημερινή θέση του χωριού φαίνεται να κατοικείται από τα παλιά χρόνια , αφού βρίσκεται στο κέντρο περίπου όλων των παραπάνω οικισμών. Η ταύτιση του Δήμου "Ποντωρέων" με τη σημερινή περιοχή Αρχαγγέλου κρατά κατά τα Ευρήματα μέχρι τον 2οαιώνα μ.Χ. , όπου παίρνει και το όνομα Αρχάγγελος , όπως το συναντάμε στα διατάγματα των ιπποτών τον 15ο αιώνα μ.Χ., και συγκεκριμένα το 1309 μ.Χ. η Ρόδος και ο Αρχάγγελος τίθενται υπο την εξουσία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάνου μέχρι το 1522 μ.Χ. Στα χρόνια αυτά χτίστηκε και το κάστρο (1476) φρούριο για την προστασία των κατοίκων, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα Τα Αρχαιολογικά Ευρήματα της περιοχής Αρχαγγέλου , που στηρίχθηκε το όνομα "ΠΟΝΤΟΡΕΙΑ" και η ταύτιση του Δήμου Αρχαγγέλου με την Ιαλυσό , φαίνονται από τα παρακάτω :
  1. Μαρμάρινη πλάκα που βρέθηκε στη Στάσσουσα από Δανό αρχαιολόγο το 1906 και σήμερα είναι στο Μουσείο της Κοπεγχάγης με την επιγραφή :"ΠΟΝΤΩΡΕΩΝ , ΑΡΤΑΜΙΤΙΟΥ, ΙΚΑΔΙ ΑΡΤΕΜΕΙ , ΕΣ ΦΑΓΑΣ ΑΙΓΑ, ΚΑΙΤΑ ΑΦΙΕΡΟΣ, ΟΥΕΙ ΙΕΡΕΙΑ". Από την επιγραφή αυτή μαθαίνουμε ότι στο ιερό της "Αρτέμιδος" , στην περιοχή του "Φαγιού", οι "Ποντωρείς" γιόρταζαν στις είκοσι "Αρταμίτου" (μήνας του Ροδιακού ημερολογίου) και ότι η ιέρεια θυσίαζε αίγα και προσφερόταν είδος ψωμιού.
  2. Τετράπλευρη βάση κυλινδρικού βωμού που βρήκαν οι Ιταλοί στη θέση "Ψίθος" της "Σύρας" το 1915. Αυτή μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε όπως θα θυμούνται οι παλιοί , στο φανάρι στ' Αφεντικά. Μετά την κατεδάφιση του αφού έμεινε για αρκετά χρόνια στην αυλή του Γυμνασίου , μεταφέρθηκε ύστερα και βρίσκεται στο Μουσείο της Ρόδου. Σε μια πλευρά της βάσης είναι γραμμένη η επιγραφή: "ΑΥΤΟΚΡΑΤΗ, ΔΑΜΟΣΘΕΝΕΥΣ , ΠΟΝΤΩΡΕΙΣ" . Επρόκειτο , κατά πάσα πιθανότητα , για διπλή βάση αναθήματος , σε ιερό του Δήμου "Ποντωρείων" , για κάποιο Αυτοκράτη του Δημοσθένους. Στο Δήμο "Ποντορείας" φαίνεται να ανήκε και η περιοχή των "Κολυμπιών". Τα τελευταία χρόνια βρέθηκε εκεί επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή : "ΕΥΘΑΛΙΔΑΣ , ΤΑΛΜΑΚΡΑΤΕΥΣ , ΠΟΝΤΩΡΕΥΣ".
  3. Η υπαγωγή της "Ποντώρειας" στην "Ιαλυσία" βασίστηκε στις επιγραφές και τα αρχαιολογικά ευρήματα που είναι : Ο κατάλογος των Ιερέων Του "Ερεθιμίου Απόλλωνος" λατρευτικό κέντρο της "Ιαλυσίας" που βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό "Θεολόγος". Πρόκειται για μαρμάρινη στήλη στην οποία αναγράφονται τα ονόματα ιερέων που υπηρέτησαν από το 63 μέχρι το 36 π.Χ. Ανάμεσα στα 28 ονόματα ιερέων της παραπάνω περιόδου , από διάφορους δήμους της "Ιαλυσίας" , αναφέρονται και 6 ονόματα "Ποντωρείων" , οι περισσότεροι από κάθε άλλο δήμο , εκτός του δήμου "Ιστανίων", στον οποίο ανήκε το ιερό.
  4. Από μια άλλη επιγραφή της "Λίνδου" του 2ου μ.Χ. αιώνα αφιερωμένη σε κάποια προσωπικότητα με το όνομα "Τίτος Φλασίου Λεόντος" μαθαίνουμε ότι αυτός είχε διατελέσει ιερέας εκτός από τη Ρόδο και τις τρεις παλαιές πόλεις της " Ήρας της Ποντωρείας της Ιαλυσίας , Ιαλυσό , Λίνδο ,Κάμιρο" και στο ιερό του "Διός". Επίσης από χειρόγραφο Επιγραφής της Ακρόπολης της "Ιαλυσού" , συμπεραίνεται η υπαγωγή του δήμου "Ποντωρέων" σ' αυτή.
  5. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι από τις επιγραφές που βρέθηκαν μέχρι τώρα μαρτυρείται η ύπαρξη στην περιοχή , των ιερών της "Αρτέμιδος" στου "Φαγιού" , του "Διός" και της " Ήρας" και της "Δήμητρας" , σε άγνωστα μέρη τα δύο τελευταία.

Ο Αρχάγγελος του σήμερα παίρνει το όνομα του από τον Ταξιάρχη Πολιούχο της πόλης , "Αρχάγγελο Μιχαήλ".

Τέχνη



Kεραμευτική ή Kεραμική. Η τέχνη του κεραμέα, η κατασκευή αγγείων και άλλων σκευών από άργιλο κυρίως, αλλά και από άλλα υλικά, όπως ο καολίνης, που είναι καθαρότερο είδος αργίλου, κατάλληλο για την κατασκευή πορσελάνης και φαγεντιανών αγγείων, ο λευκόλιθος, η μαρμαρόσκονη . Τα πήλινα προϊόντα, που από τη φύση του υλικού τους αντέχουν στην επίδραση του χρόνου και της ατμόσφαιρας και δεν οξειδώνονται ούτε αποσαθρώνονται, είχαν σημαντικότατη θέση στη ζωή και την οικονομία του ανθρώπου και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο απ' ό,τι ο σίδηρος και τα άλλα μέταλλα.
Στον Αρχάγγελο, η πανάρχαια τέχνη της Κεραμικής βρήκε γόνιμο έδαφος αγαπήθηκε και μεγαλούργησε όσο σε κανένα άλλο σημείο της Ρόδου. Η τέχνη του Κεραμέα ξεκίνησε στον Αρχάγγελο στην περιοχή του Πετρώνα , λίγο πριν την παραλία Στεγνών του Αρχαγγέλου. Ο Πετρώνας έδωσε το όνομα του στους μαστόρους του Πηλίου , (ο ιδιωτικός χώρος που κατασκευάζονται τα πήλινα αγγεία) και οι Πετρωνιάτες ταυτίστηκαν με τους αγγειοπλάστες. Από Ιστορικά κείμενα αναφέρεται ότι ο Ιουστινιανός ο Β' πήρε τα τούβλα από την περιοχή του Πετρώνα για να χτιστεί ο τεράστιος τρούλος της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, γιατί ήταν τα ελαφρότερα που βρέθηκαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στην περιοχή αυτή διατηρήθηκε η αγγειοπλαστική σε ακμή μέχρι το τέλος του Β' παγκόσμιου πολέμου.
Από τον 5ον αιώνα π.Χ τα εργαστήρια του Πετρώνα προμήθευαν όχι μόνο το μεγάλο χωριό Αρχάγγελος με οικιακά και αγροτικά είδη σε κεραμικά, αλλά όλη τη Ρόδο και τα απέναντι παράλια της Μικρά Ασίας. Η μεταφορά των κεραμικών ειδών γινόταν με καΐκια που ξεκινούσαν από την παραλία Στεγνά. Σήμερα στον Αρχάγγελο η τέχνη της κεραμικής εξακολουθεί να κρατά τα πρωτεία αφού η βιομηχανία κεραμικών που διαθέτει δεν σταμάτησε να προμηθεύει την ευρύτερη περιοχή.

Παράδοση

Τα σπίτια του Αρχαγγέλου χρονολογούνται πάνω από 100 χρόνια. Εξωτερικά τα σπίτια έχουν μια λιτή και απλή αισθητική που βασίζεται κυρίως στην μεγάλη πλαστικότητα των όγκων σαν σύνολο στις αναλογίες των διαστάσεων, στη διάρθρωση των ανοιγμάτων, την υφή των επιφανειών, τις καμινάδες κ.λ.π. και συχνά στη χρίση χρωμάτων που εναρμονίζουν το κτίσμα με το φυσικό του περίγυρο. Η πρόσοψη του σπιτιού βγαίνει κατευθείαν στο δρόμο ή στην αυλή που μεσολαβεί ανάμεσα στο δρόμο και στο σπίτι .Η εξωτερική πόρτα της αυλής έχει ύψος 1,70-1,90μ. , που συναντάμε κυρίως στα παλαιότερα αγροτικά σπίτια, και σ' αρκετό ύψος από το υπέδαφος 1 έως 3 μικρά παράθυρα διαστάσεων 50Χ60 ή 60Χ75 εκ. Πολλές φορές πάνω από την πόρτα υπάρχει πλάκα με σταυρό και συχνά αναγράφεται και η ημερομηνία κατασκευής του σπιτιού.
Η εσωτερική διάρθρωση του σπιτιού, είναι με βάση τους πάγκους και τα ξύλινα υπερυψωμένα επίπεδα (αμπαταρός) εξασφάλιζε όλες τις λειτουργικές ανάγκες του σπιτιού, τόσο για τους κατοίκους του, όσο και για τα ζώα, που αρχικά έμεναν κι αυτά στο ίδιο σπίτι, στην μέσα μεριά όπως την ονόμαζαν. Η θέση και η ονομασία των εσωτερικών ξύλινων διαμορφώσεων διαφοροποιούνται ανάλογα με τους οικισμούς ή τις περιοχές. To τζάκι τοποθετείτε στον τοίχο της πρόσοψης του σπιτιού , συνήθως στη γωνία κοντά στην πόρτα. Το δάπεδο του τζακιού , υπερυψωμένο κατά 20-30 εκ - ο "σουφάς" όπως αποκαλείται. Απέναντι από το τζάκι βρίσκεται το κρεβάτι το οποίο είναι κατασκευασμένο από ξύλο.
Ο χώρος κάτω από το κρεβάτι ονομάζεται αποκρέβατος και χρησιμοποιείται σαν αποθήκη για είδη διατροφής , επικοινωνεί με τον κύριο χώρο με μικρό πορτάκι. Μπροστά στο κρεβάτι του ζευγαριού τοποθετούνται τα ξύλινα σκαλιστά καγκελάκια (παραμακλίκια) , με άνοιγμα στο μέσον και ξύλινη σκάλα. Απαραίτητο συμπλήρωμα της εσωτερικής διαμόρφωσης ένας ή δύο πάγκοι, ο πάγκος κοντά στο κρεβάτι και ο πάγκος στο μεγάλο τοίχο, ανάμεσα στα δύο υπερυψωμένα επίπεδα του χώρου , στη μέσα χώρα ή την καμάρα. Οι πάγκοι αυτοί χρησιμεύουν για την φύλαξη ρούχων και ξηρών καρπών. Η εσωτερική διακόσμηση του χώρου είναι συχνά πολύ ενδιαφέρουσα και κρατά την παραδοσιακή μορφή της ως τις μέρες μας: πλούσια κεντήματα, υφαντά, πιάτα και κανάτια στα ράφια.
Πολλές φορές τα πιάτα καλύπτουν ολόκληρη την πλευρά του σπιτιού, απ'όπου και η ονομασία πιατελλότοιχος. Επίσης μαζί με τα πιάτα τοποθετούν μέσα σε κορνίζες φωτογραφίες, κεντήματα. Αρκετές φορές βρίσκουμε τον καθρέφτη στο μέσο του πιατελλότοιχου. Οι λειτουργίες του σπιτιού είναι η βοηθητικοί χώροι (το μαγειρείο, οι στάβλοι των ζώων, ο φούρνος) αναπτύχθηκαν έξω από το βασικό πυρήνα - ο οποίος παραμένει πάντα αναλλοίωτος σαν κύρια κατοικία. Ο φούρνος τοποθετείται έξω από το σπίτι, αλλά μέσα στην αυλή. 
Πηγή :  http://www.eptapiges.com/pages/arhaggelos/arch_ell.html

Κάστρο Αρχαγγέλου

Το κάστρο της Αρχαγγέλου βρίσκεται 27 χιλιόμετρα νότια της πόλης της Ρόδου, σε μικρή απόσταση από την ακτή. Κτισμένο στο φυσικό βράχο, ύψους 216 μέτρων, υψώνεται στα ανατολικά του χωριού της Αρχαγγέλου.

Κτίστηκε πριν από το έτος 1457, επί μεγάλου μαγίστρου Jacques de Milly (1454-1461). Ανοικοδομήσεις και επισκευές έγιναν επί μεγάλων μαγίστρων Pedro Raimondo Zacosta (1461-1467) και Giovanni Battista degli Orsini (1467-1476).
Οικοδομήθηκε για να παρέχει προστασία στο χωριό της Αρχαγγέλου. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι βόρεια του συγκεκριμένου κάστρου υψώνεται ένα άλλο, το κάστρο του Φαρακλού. Το έτος 1457 μαρτυρείται επιδρομή του τουρκικού στόλου κατά του χωριού της Αρχαγγέλου και πιθανώς μερική καταστροφή του κάστρου. Ακολούθησε σύλληψη σκλάβων και καταστροφή ολόκληρου του χωριού. Το κάστρο αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετά ισχυρό. Αυτή την περίοδο η Αρχάγγελος αποτελούσε το πιο πυκνοκατοικημένο χωριό (casale) της Ρόδου. Σύμφωνα με τον Bosio, ο μεγάλος μάγιστρος P.R. Zacosta αποφάσισε το έτος 1467 να ολοκληρώσει την οικοδόμηση του κάστρου, η οποία θα διακρινόταν για την τελειότητά της. Τον 15ο αιώνα αναφέρεται ως ένα από τα πιο ισχυρά κάστρα της Ρόδου, στο οποίο θα μπορούσε να βρει καταφύγιο ο πληθυσμός της Ρόδου σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Ωστόσο, το 1479 στους κατοίκους της Αρχαγγέλου δόθηκε διαταγή για λόγους ασφαλείας να μεταφερθούν στο γειτονικό κάστρο του Φαρακλού.
Το έτος 1503 μαρτυρείται μια δεύτερη επιδρομή του τουρκικού στόλου εναντίον του ίδιου χωριού και πιθανώς μερική καταστροφή του κάστρου.
Ωστόσο, οι αρχειακές μαρτυρίες κάνουν λόγο και για την ευρύτερη περιοχή της Αρχαγγέλου.
Στα πλαίσια της απουσίας ελληνικής αριστοκρατίας στη Ρόδο, οι υποθέσεις των χωριών διευθετούνταν από τον πρώτο, μία κεφαλή, η οποία μπορούσε να είναι ένας ιερέας. Έτσι, το 1347 ο Michaellj Culichi αναφέρεται ως ο πρώτος του χωριού Αρχάγγελος.
Το 1427, ο παπάς Κώστας Κιρμελής από το χωριό Αρχάγγελος είχε απαλλαγεί από την αγγαρεία της θαλάσσης με χαριστική εντολή του άλλοτε μεγάλου μαγίστρου Robert de Julliac (1373-1377). Έναντι της απαλλαγής αυτής είχε δώσει ένα σκλάβο και 25 φιορίνια ανταποκρινόμενα στην αξία μιας σκλάβας.
Σε έγγραφο του 1442 δύο παπάδες, ο Μιχάλης του Χαρκιά και ο Ιωάννης, διεκδικούν την εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας που βρίσκεται στο κάτω μέρος της Αρχαγγέλου. Ο μεγάλος μάγιστρος Jean Bonpart de Lastic (1437-1454) ανέθεσε στον ιππότη Γουλιέλμο de Lastic του οίκου της Λυών να επιλύσει τη διαφορά. Αυτός άκουσε τα επιχειρήματα και των δύο διεκδικητών, τους έπεισε τελικά να έχουν από κοινού την εκκλησία, να μοιράζονται εξίσου τα εισοδήματά της και να αναλαμβάνουν μαζί την αποκατάσταση κάθε ζημιάς.
Σε έγγραφο του 1445 ο μεγάλος μάγιστρος J.B. de Lastic απευθύνεται προς τον ιππότη Johan Cotett, βάιλο του νησιού της Ρόδου. Εδώ και χρόνια το Τάγμα είχε αναγνωρίσει το κτητορικό δικαίωμα του Μιχάλη Μαγγαφά πάνω σε μία εκκλησία στο χωριό Αρχάγγελος, την οποία είχαν κτίσει οι πρόγονοί του. Αυτό δεν το γνώριζε ο Cotett, γι’ αυτό και εμπόδισε τον ιδιοκτήτη να φροντίσει για την τοποθέτηση δικού του εφημέριου και γενικά για να ενδιαφερθεί για τη συντήρηση της εκκλησίας. Με αυτό το έγγραφο, ο βάιλος διατάσσεται να μη φέρει κανένα εμπόδιο στον Μαγγαφά.
Σε έγγραφο του 1447 αναφέρεται ότι ο Καψίκας, πάροικος του χωριού Αρχάγγελος της Ρόδου, είχε φύγει από το νησί μετά από ένα μεγάλο έγκλημα που είχε διαπράξει. Ο μεγάλος μάγιστρος J.B. de Lastic παραγράφει το αδίκημα και καλεί τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει στη Ρόδο, όπου, χωρίς φόβο ή δυσκολίες από κληρικούς ή λαϊκούς, μπορεί να ζήσει ασκώντας το επάγγελμά του, όπως και παλιότερα.
Το 1451, ο ιερομόναχος Γαβριήλ από την Αρχάγγελο διορίζεται ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Νησιού.
Η οχύρωση είναι επιμήκης και περιτρέχει την οφρύ λοφίσκου. Έχει έκταση 3.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ η περίμετρος των τειχών είναι 240 μέτρα. Στις γωνίες υπάρχουν οδοντώσεις. Είσοδος με πυλώνα βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά. Εντός των τειχών υπάρχουν στο βορειοδυτικό τμήμα κατάλοιπα προγενέστερου οχυρωματικού πύργου ορθογώνιου σχήματος. Βόρεια της εισόδου οικοδομήθηκε ο ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος αναπαλαιώθηκε κατά την ιταλοκρατία. Μικρός κυκλικός πύργος υψώνεται στην είσοδο. Το κάστρο διακοσμούν οικόσημα του μεγάλου μαγίστρου P.R. Zacosta μαζί με το οικόσημο του Τάγματος στη βόρεια όψη, ενώ στην ανατολική όψη υπάρχουν οικόσημα του G.B. degli Orsini και του Τάγματος των Ιωαννιτών.
Η κατάσταση του κάστρου θεωρείται σχετικά καλή.
Αλεξάνδρα Στεφανίδου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Gerola 1914, σ. 336-337
Τσιρπανλής 1995, σ. 424, 439, 470
Τσιρπανλής 1991, σ. 89, 119, 188, 256 σημ. 2, 257, 258, 262, 269, 277
Luttrell 1978α, σ. Ι 310, ΙV 61
Luttrell 1999, σ. 202-204
Spiteri 2001, σ. 136-137

Πηγή : http://www.dreamislands.com.gr/

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Σύντομη ιστορία της Μόδας


Πολύ παλιότερα, λοιπόν, κατά το έτος 2.000.000 π.Χ. πιστεύουμε πως έχουμε τις πρώτες πληροφορίες για τον πρώτο άνθρωπο, τον κατά κόσμο Homo Ηabilis. Για αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούμε να πούμε πολλά, μάλλον ήταν κάτι μεταξύ πιθήκου και ανθρώπου αφού καλά καλά δεν περπατούσε στα δύο. Κατά το έτος 1.500.000 π.Χ. έχουμε την εμφάνιση του Homo Εrectus. Αυτό το πρώτο είδος ανθρώπου, ακατέργαστο ακόμη ίσως και από το θεό, δεν σκάμπαζε και πολύ από μόδα. Τότε η ενδυμασία αποσκοπούσε κυρίως στην προστασία από τα στοιχεία της φύσης, ενώ τα διάφορα οστέινα περιδέραια αποτελούσαν λάφυρα των άξιων κυνηγών. Βέβαια τα δωράκια δεν έλειπαν από τις κυρίες για καλόπιασμα. Αυτή είναι και η πρώτη εισαγωγή του ερωτικού στοιχείου στην ένδυση. Τα ίδια συνεχίστηκαν και μετά το έτος 500.000 π.Χ. όπου τοποθετείται ο άνθρωπος του Νεάντερταλ ο οποίος έφτιαχνε πιο κατεργασμένα ενδύματα καθώς ζούσε σε οργανωμένες κοινωνίες. Με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν οι κλιματολογικές συνθήκες και περί το έτος 40.000 π.Χ. άλλαξε και ο άνθρωπος και έκανε την εμφάνισή του ο Homo Sapiens. Αυτού του είδους άνθρωποι είμαστε και εμείς για αυτό εδώ δώστε ιδιαίτερη προσοχή.


Προερχόμενος από τη φτωχή παράδοση των προκατόχων του ο Σοφός άνθρωπος βρήκε μόνο ελαφρώς κατεργασμένα δέρματα ζώων και πέτρινα και οστέινα κοσμήματα με κοινωνική και θρησκευτική σημασία. Για παράδειγμα ο αρχηγός της φυλής φόραγε ένα συγκεκριμένο κολιέ που δινόταν από αρχηγό σε αρχηγό. Το ίδιο συνέβαινε και με τους Ιερείς, οι οποίοι πρώτοι χρησιμοποιούν φτερά ως αξεσουάρ στην ένδυσή τους. Σιγά σιγά ο άνθρωπος προόδευσε. Οι γυναίκες άρχισαν να αποτελούν σημαντικό ρόλο μέσα στις οργανωμένες κοινωνίες και άρχισαν να έχουν περισσότερες απαιτήσεις από τη ζωή. Άρχισαν να φλερτάρουν τους δυνατούς κάθε φυλής και νά τα αρώματα από τα λουλούδια και νά τα μακιγιάζ και νά τα κομμωτήρια. Άρχισαν να φτιάχνουν αραχνοΰφαντα φορέματα με χρυσές ρίγες. Επίσης άπειρου κάλους κοσμήματα χρυσά και άλλων υλικών σώζονται από εκείνη την εποχή (Αρχ.Μουσ.Αθηνών). Βέβαια η ανδρική μόδα εξελίχθηκε σε άκρως πολεμική με τις πανοπλίες, τις περικεφαλαίες, τις περικνημίδες, τις ασπίδες. Η επικράτηση του αισθησιασμού και της επιζήτησης του ωραίου ήταν ολοκληρωτική.
Αυτά τα χαρακτηριστικά είχε η μόδα μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Από εκείνο τον αιώνα, όμως, άρχισε μια μικρή κάμψη. Η επιστήμη και τα αγαθά του νου περιόρισαν κάπως την παντοκρατορία που είχε ο ερωτισμός στη μόδα και, θέλετε λίγο οι πόλεμοι που εξαχρείωσαν τα αισθήματα, λίγο η εμφάνιση του χριστιανισμού που ισορρόπησε τα ήθη, η μόδα περιορίστηκε σε απλούς χιτώνες και λιτά κοσμήματα. Βεβαίως οι πλούσιοι κάθε εποχής πάντα κάνουν αυτό που θέλουν και διατήρησαν τα χρυσοστόλιστα ενδύματα. Στην εποχή του Βυζαντίου κυριαρχούσε η μόδα που ήθελε τα ρούχα μακριά για να διώχνουν τους πειρασμούς. Από εδώ προέρχεται και η μόδα των κληρικών. Για το ότι το χρώμα των ιερών Αμφίων είναι μαύρο αδυνατώ να πω ποιος είναι ο λόγος, πάντως δίνει την εικόνα που θα είχε η ζωή δίχως τον έρωτα. Εδώ όμως εμφανίζεται σιγά σιγά το καπέλο ως αξεσουάρ της ένδυσης ανδρών και γυναικών. Προφανώς αυτός ο σεμνοτυφισμός ανάγκαζε τους απανταχού ερωτευμένους στην απόκρυψη της ταυτότητάς τους από το φθονερό ηθικό κοινωνικό σύνολο. Στην Ευρώπη που σιγά σιγά παίρνει ενεργό μέρος στην ιστορία η μόδα βρίσκεται ακόμα σε εποχές προϊστορικές. Η καινοτομία της εποχής, όμως, φαίνεται στη γυναικεία μόδα όπου για πρώτη φορά έχουμε την εμφάνιση της ζώνης αγνότητας. Αυτή η ζώνη είναι ένα μεταλλικό κατά κάποιο τρόπο εσώρουχο που δεν επιτρέπει στις γυναίκες να κάνουν έρωτα. Η μόδα, όπως ήταν λογικό, πήρε νέα αλματώδη ώθηση. Γνωστά τα φορέματα της εποχής του Λουδοβίκου, όπου κάνουν την εμφάνισή τους και τα πλέον αισθησιακά εσώρουχα, οι ζαρτιέρες, τα κομπινεζόν, τα μεσοφόρια και τα καλσόν. Να μην αναφέρουμε δε τα νέα αρώματα που εμπλουτίστηκαν με νέα συστατικά από τις αποικίες. Η γαλλική μόδα εκεί οφείλει την μεγάλη σημερινή της καταξίωση. Το παντελόνι εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο από την Ευρώπη. Βέβαια μερικοί επέμειναν κάμποσο στις παραδοσιακές φουστανέλες, οι οποίες έχουν πολλά πλεονεκτήματα.
Πηγή :  http://www.raptiki.net/

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΝΟΤΙΑΣ ΡΟΔΟΥ

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΤΟΠΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΟΤΙΑΣ ΡΟΔΟΥ
του Φακιόλη Βαλάσιου Η έρευνα αυτή περιγράφει την παραδοσιακή φορεσιά και γενικότερα τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων, κυρίως των γυναικών στα δέκα χωριά που αποτελούν σήμερα το Δήμο Νότιας Ρόδου (Απολακκιά, Αρνίθα, Ασκληπιείο, Βάτι, Γεννάδι, Ίστριος, Κατταβιά, Λαχανιά, Μεσαναγρός, Προφύλια).
Πάνω στην φορεσιά, είναι αποτυπωμένες όλες οι ιστορικές περίοδοι από την αρχαία Ρωμαϊκή (2ος π.χ. αιώνας) έως τα τέλη του 19ου μ.χ. αιώνα όπως φυσικά και η περίοδος της ελληνικής επανάστασης και δημιουργίας του ελληνικού κράτους (1821), την οποία η Ελλάδα προβάλει ως παραδοσιακή της. Στα τέλη δε του19ου μ.χ. αιώνα η παραδοσιακή φορεσιά, παραχωρεί τη θέση της στην ευρωπαϊκή μόδα. Ιδιαίτερα πάνω στη γυναικεία φορεσιά είναι αποτυπωμένοι οι ιστορικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που επηρέασαν ανά τους αιώνες, τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων και εντάσσεται μέσα σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικό – ρωμαίικο πολιτισμό.
Η έρευνα περιλαμβάνει φωτογραφίες, ευρήματα, προσωπικές μαρτυρίες από υπερήλικες κατοίκους των χωριών μας και κείμενα ξένων περιηγητών που επισκέφτηκαν την Ρόδο τον 18ο αιώνα. Επίσης η επιστημονική τοποθέτηση ενδυματολόγων, βοήθησε για την καλύτερη στοιχειοθέτηση των όσων καταγράφηκαν. Η φορεσιά αυτή, δεν είναι αντιπροσωπευτική μόνο για τα δέκα χωριά του σημερινού Δήμου Νότιας Ρόδου, αλλά γενικότερα για ολόκληρο το νησί.
Στις εορταστικές εκδηλώσεις της 7ης και 25ης Μαρτίου του έτους 2008, τα παιδιά του Γυμνασίου και Λυκείου Γενναδίου παρέλασαν με τις παραδοσιακές φορεσιές του Δήμου μας. Η φορεσιά φτιάχτηκε από το Δήμο Νότιας Ρόδου μετά από έρευνα και με δαπάνη του προγράμματος «INTERREG ΙΙΙ Α / ΕΛΛΑΔΑ-ΚΥΠΡΟΣ».
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΤΟΠΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΟΤΙΑΣ ΡΟΔΟΥ
Από τον Φακιόλη Βαλάσιο, Υπάλληλο του Δήμου Νότιας Ρόδου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η έρευνα που ακολουθεί αφορά τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων και κυρίως των γυναικών στα δέκα χωριά που αποτελούν σήμερα το Δήμο Νότιας Ρόδου (Απολακκιά, Αρνίθα, Ασκληπιείο, Βάτι, Γεννάδι, Ίστριος, Κατταβιά, Λαχανιά, Μεσαναγρός, Προφύλια).
Σκοπός της έρευνας δεν είναι τόσο η καταγραφή των υλικών, του τρόπου ύφανσης και ραψίματος των ενδυμάτων, όσο το να καταγραφεί η ιστορική διαδρομή, των ενδυματολογικών συνηθειών των χωριών του σημερινού Δήμου Νότιας Ρόδου και να εξεταστεί ποιοι ήταν ανά τους αιώνες οι ιστορικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που επηρέασαν την τοπική φορεσιά των κατοίκων.
Η έρευνα ξεκινά από τους «χιτώνες» της αρχαίας Ρόδου, περνάει στη “tunica” της ρωμαϊκής εποχή, από εκεί στη βυζαντινή και ιπποτική εποχή και καταλήγει στην Αναγέννηση και τη Τουρκοκρατία. Στο σύνολό της η έρευνα κατέγραψε πως στην περιοχή της Νότιας Ρόδου τη μεταβυζαντινή εποχή φαίνεται να υπήρχαν δύο είδη λαϊκής ενδυμασίας, που το καθένα αντιπροσωπεύει διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ένα είδος που έρχεται από τα Ρωμαϊκά - Βυζαντινά χρόνια και ονομάζεται «Μεταβυζαντινή λαϊκή φορεσιά» και ένα δεύτερο είδος «Σακοφούστανο» που σταδιακά αντικαθιστά το πρώτο. Το δεύτερο (το «Σακοφούστανο») είναι «μόδα» που έχει ευρωπαϊκά πρότυπα και είναι αποτέλεσμα επηρεασμού της περιοχής από την Μικρά Ασία.
Σημαντική ήταν η συμβολή του Δημοτολογίου και του Ληξιαρχείου του Δήμου Νότιας Ρόδου, καθώς και των Πολιτιστικών Συλλόγων των χωριών.
ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΔΙΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Α) ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ)
Την Ιπποτική περίοδο (1306-1522), όπως μας λέει στους στίχους του ο ροδίτης ποιητής της εποχής Εμμανουήλ Γεωργιλάς Λιμενίτης, στη πόλη της Ρόδου «μιαν είχασιν την φορεσιά Φράγκισσες και Ρωμαίισσες». Δυστυχώς όμως οι σχετικές πληροφορίες από γραπτές πηγές που αναφέρονται στη «κοσμική» ή στη «λαϊκή» ροδίτικη μεσαιωνική φορεσιά, είναι ελλιπείς και αρκετά ασαφείς. Οι καλύτερες ενδυματολογικές μαρτυρίες προέρχονται από τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου, από παραστάσεις αφιερωτών και συνεπώς αναφέρονται στη κοσμική τάξη. Από τις τοιχογραφίες αυτές βλέπουμε ότι η ενδυμασία των δυτικών αρχόντων διαφέρει από αυτή των Βυζαντινών, αν και ήταν φυσικό να αλληλοεπηρεάζονται. Βέβαια το τοπικό στοιχείο είναι αυτό που επικρατεί αλλά είναι φυσικό να δέχθηκε ορισμένα στοιχεία της δυτικής μόδας που άρχισε από τον 14ο αιώνα να συγκεκριμενοποιείται και να αντανακλάται στους λαούς που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της. Οι δυτικές αυτές επιρροές φαίνονται περισσότερο στη φορεσιά της Τήλου με το ψηλό κωνικό καπέλο, φορεσιά που μοιάζει πολύ με τη Ροδίτικη.
Σε γενικές γραμμές κάποιες δυτικές επιρροές αναφέρονται κυρίως στην αρχοντική ενδυμασία και όχι στην καθημερινή των απλών ανθρώπων, οι τύποι της οποίας μένουν σχεδόν αναλλοίωτοι, αφού απορρέουν από σταθερές λειτουργικές ανάγκες (Περισσότερα για τις ενδυματολογικές συνήθειες στη μεσαιωνική Ρόδο μπορούμε να δούμε στο βιβλίο με τα πρακτικά του συνεδρίου «ΡΟΔΟΣ 2400», τόμος Β΄, στην εισήγηση της κ. Ιωάννας Μπίθα «Ενδυματολογικές μαρτυρίες στις τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου».
Αν και δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία που να το τεκμηριώνουν, η λαϊκή φορεσιά των γυναικών της Ρόδου τον μεσαίωνα πρέπει να συνέχισε να είναι η αρχαία ρωμαϊκή “tunica”, που όπως θα δούμε και παρακάτω - στις προφορικές πηγές - στο χωριό Κατταβιά συνέχισε να φοριέται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Β) ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ – ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (ΙΠΠΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ – ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ)
Το Πάσχα του 1853 επισκέπτεται τα χωριά της Ρόδου ο αρχαιολόγος και τότε πρόξενος της Ρόδου ο Charles Newton. Στο βιβλίο του «Travels and discoveries in the Levant» (ταξίδια και αναλήψεις στην Ανατολή), στην από 4 Μαΐου 1853 επιστολή, περιγράφει την τοπική λαϊκή «μεταβυζαντινή φορεσιά» κατά την επίσκεψή του στο μοναστήρι της Παναγιάς Τσαμπίκας. Ο Newton τονίζει την αυτάρκεια των χωρικών μας όχι μόνο στη διατροφή, αλλά και στην αμφίεση και μας λέει ότι, «Όλοι είναι ντυμένοι με τις γραφικές ενδυμασίες που εξακολουθούν να απαντώνται σ’ εκείνα τα νησιά του Αιγαίου όπου τα κακόγουστα τσίτια της στάμπας από το Μάντσεστερ δεν έχουν ακόμη αντικαταστήσει τα ντόπια προϊόντα της ρόκας και του αργαλειού. Οι Ροδίτες χωρικοί άντρες και γυναίκες φορούσαν κάτασπρα ρούχα κλωσμένα με τα ίδια τους τα χέρια από λινάρι που βγαίνει στα χωράφια τους. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από την εικόνα αυτού του λευκού ντυσίματος στο δυνατό φως της ημέρας που τη δυναμώνει η αντίθεση με τα μελαψά ηλιοκαμένα σώματα και πρόσωπα...»
Η περιγραφή του ταιριάζει με τη φωτογραφεία από το βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
« …Εντυπωσιάστηκα τόσο από τις ενδυμασίες των γυναικών που δεν έκανα τίποτα άλλο από το να έχω τα μάτια μου καρφωμένα πάνω τους ώσπου ο φίλος μου, ο Ρώσος υποπρόξενος M. Ducci ανήσυχος, με συμβούλεψε να αφήσω τις παρατηρήσει μου ως την ώρα που θα άρχιζαν να χορεύουν…
Μπορεί να περιγράψει κανείς ως εξής το ντύσιμο μιας χωρικής της Ρόδου: το κεφάλι της καλύπτει ένα φέσι από κόκκινο ύφασμα. Πάνω από αυτό έχει τυλιγμένο ένα σάλι γύρω από το κεφάλι της. Πάνω από το σάλι, πάλι ένα μαντήλι από μουσελίνα πέφτει πίσω από το σβέρκο σε αληθινό κλασικό στυλ, ενώ κάτω από αυτό διακρίνεται ένα άλλο εσωτερικό μαντήλι. Στο μέτωπο ένα χρυσό ή ασημένιο στολίδι τριγωνικού σχήματος, είναι στεριωμένο στο σάλι. Στη μέση υπάρχει ένα μεγάλο ρουμπίνι και από τη βάση του τριγώνου κρέμονται άλλα στολίδια, δεμένα με αλυσιδίτσες. Αυτό το στολίδι είναι καθαρά Βυζαντινής προέλευσης. Αυτά για το τι φορούν στο κεφάλι. (που μάλλον αποτελούν τοπικό χαρακτηριστικό του Αρχαγγέλου)
Όσο για τα υπόλοιπα, το εσωτερικό φόρεμα είναι ένα μεσοφόρι που φτάνει ως τους αστραγάλους. Έπειτα έρχεται ένα φόρεμα χωρίς μανίκια, που φτάνει ίσα με τη μέση περίπου των ποδιών και κάτω από τον ποδόγυρό του μόλις διακρίνεται ή άκρη από τις μπότες. Πάνω από αυτό διακρίνεται μία ζακέτα χωρίς μανίκια. Στη μέση βάζουν μια ζώνη, δεμένη χαλαρά και με γούστο, αν και δεν μπορώ να πω ότι έχει κάτι από τη μαγική επίδραση που ο Όμηρος αποδίδει στο μεστό της Αφροδίτης.
Γραφικές Τούρκικες παντόφλες, με ανασηκωμένες τις άκρες και καθαρές, άσπρες κάλτσες συμπληρώνουν αυτή την ενδυμασία, στην οποία όπως στα περισσότερα πράγματα στο Αιγαίο υπάρχει ένα ανακάτεμα από αρχαία ελληνικά και τούρκικα στοιχεία.
Ο Newton κατά την επίσκεψη του στο χωριό Κοσκινού μας λέει ότι: «Ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πώς η επίδραση του Ευροπαικού πολιτισμού, λόγω της θέσης του χωριού κοντύτερα στη Ρόδο παρά στην Αρχάγγελο, είχε αλλοιώσει την ενδυμασία. Τα βαμβακερά της στάμπας του Μάντσεστερ, ανακατώνουν τα χοντροκομμένα σχέδιά τους με τα απλά, κλασικά χρώματα του καθαυτού νησιώτικου ρούχου. Ακόμα και στους τρόπους των ανθρώπων υπήρχε, αντίστοιχη αλλαγή: χόρευαν αλλά η σκηνή ήταν λιγότερο ειδυλλιακή.»
Στην από 12 Μαΐου 1853 επιστολή του μας λέει ότι επισκέφθηκε το χωριό Γεννάδι. Δεν αναφέρει καμία άλλη ενδυματολογική συνήθεια από αυτή του Αρχαγγέλου, παρά μόνο ότι, το χωριό αυτό είναι πολύ φτωχό, αλλά οι κάτοικοί του έκτιζαν μια ωραία καινούρια εκκλησία. Από εκεί ακολουθώντας την οροσειρά φθάνει στο χωριό Απολακκιά στη δυτική παραλία, όπου επίσης δεν αναφέρει καμιά ενδυματολογική διαφορά, παρά μόνο ότι το νησί εδώ είναι στενό και ακαλλιέργητο και τα χωριά είναι ελάχιστα. Κατά τη διαδρομή στα αριστερά του βρίσκεται το χωριό Μεσαναγρός και στ δεξιά του το βουνό Αττάβυρος. Ως αρχαιολόγος αναφέρει τα ερείπια της Αγίας Ειρήνης.
Στην από 10 Δεκεμβρίου 1853 επιστολή μας λέει ότι «Έλπιζα ότι θα μπορούσα να μελετήσω τις ενδυμασίες των χωρικών, αλλά αυτοί έχουν μια περίεργη πρόληψη γύρω από τις προσωπογραφίες, η οποία τους αποτρέπει να ποζάρουν. Η έννοια της ομοιότητας είναι συνδεδεμένη στο μυαλό τους με αυτή της ζωής, οπότε πιστεύουν ότι το άτομο που θα επιτρέψει να γίνει το πορτρέτο του θα βρίσκεται στο έξεις υπό την εξουσία όποιου κατέχει το ομοίωμά του. Τις προάλλες σε ένα απομακρυσμένο χωριό, κατάφερα με τεράστια δυσκολία και με τη παρέμβαση του Παγκά να πίσω ένα νεαρό κορίτσι να ποζάρει για τον M. Berg Τη ώρα που το σχέδιο ολοκληρώθηκε κατέφθασε η μητέρα και μαθαίνοντας τι συνέβη κατά τη απουσία της άρχισε να κατηγορεί τη κόρη της ωσάν να είχε διαπράξει κάποιο αποτρόπαιο αμάρτημα, καθώς και να επιπλήττει το ζωγράφο τόσο ζωηρά, ώστε ο τελευταίος μετά από άκαρπες προσπάθειες να καταπραΰνει το θυμό της, έσχισε το σκίτσο του»
Άλλος περιηγητής που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου τον Οκτώβρη του 1894, δηλαδή μισό αιώνα αργότερα από τον Newton, είναι ο De Launay. Αποσπόσματα από τις περιγραφές του βρίσκονται στο βιβλίο «Η Ρόδος τον 19ο αιώνα»,. Ο De Launay μας περιγράφει με πάρα πολύ γλαφυρό τρόπο την αγροτική κατοικία, τον τρόπο ζωής, την φυσιογνωμία των κατοίκων και ιδιαίτερα την φυσιογνωμία της Ροδίτισσας ως σκληραγωγημένης αγρότισσας, φυσιογνωμία που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη φορεσιά της. Επίσης μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη ροδίτικη λαϊκή φορεσιά, με την ευκαιρία της διανυκτέρευσής του στο χωριό Απόλλωνα και όπως μας λέει, η φορεσιά είναι ίδια για όλες τις γυναίκες στο νησί. Ο De Launay εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από τη φορεσιά και η περιγραφή του είναι σημαντική, καθώς καταφέρνει να μεταφέρει ακόμα και σήμερα μετά από 110 χρόνια τις πλήρεις εικόνες και εντυπώσεις ενός επισκέπτη του 19ου αιώνα.
Παρομοιάζει τις γυναίκες με αγάλματα του Φειδία καθώς πηγαίνουν για να αντλήσουν νερό, κουβαλώντας στον ώμο τον αμφορέα τους από κοκκινόχωμα. Απ’ ότι μας λέει θα απογοητεύονταν αυτοί που φαντάζονται μια ανατολή πολύχρωμη με έντονα και αταίριαστα χρώματα. Εδώ επικρατεί το λευκό και το γκρι, με αντανακλάσεις του μπλε ή του ροζ, σε τόνους λεπτούς σχεδόν ευρωπαϊκούς. Η φορεσιά σύμφωνα με τις περιγραφές του αποτελείται από ένα απλό λευκό πουκάμισο, πάνω από το οποίο φοριέται μια φούστα, με ένα κορσάζ χωρίς μανίκια, τόσο στενό που μοιάζει με ένα ζευγάρι τιράντες. Η φούστα είναι ως επί το πλείστον επίσης λευκή και καμιά φορά μπλε, που όταν την ανασηκώσουν για δουλειά δημιουργεί ένα μπλε τρίγωνο στη μέση του σώματος.
Τα πόδια είναι γυμνά ή εγκλωβισμένα μέσα σε μεγάλες μπότες από κίτρινο δέρμα.
Στο κεφάλι φορούν ένα εσωτερικό σκούφο, σε χρώμα πράσινο, λαδί, μαύρο ή καφέ και που καμιά φορά δεν υπάρχει. Πάνω απ’ αυτό είναι τοποθετημένο, ένα λευκό μαντίλι διπλωμένο τριγωνικά, αφήνοντας τη μία άκρη να πέφτει στους ώμους και οι άλλες δύο άκριές του είναι περασμένες η μία κάτω από την άλλη, κάτω από το πιγούνι. Σε άλλα χωριά πάλι τυλίγουν το μαντίλι δύο ή τρις φορές γύρο από το σκούφο.
Επίσης περιγράφει ότι οι γυναίκες άφηναν το επάνω κουμπί του πουκαμίσου τους ανοικτό δίχως ψεύτικες ντροπές και πως αν δεν φορούσαν μπότες τα πόδια ήταν γυμνά. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει η ενδυματολόγος και σκηνογράφος κ Ιωάννα Παπαντωνίου, καθώς αρχικά οι Χριστιανές δεν είχαν τόσο αυστηρά ήθη όπως οι Μουσουλμάνες. Τα αυστηρά ενδυματολογικά ήθη είναι ήθη της «Βικτοριανής Ευρώπης», που κάποια στιγμή έφθασαν και στο τόπο μας.
Οι γραπτές μαρτυρίες των περιηγητών, ταιριάζουν με τις «προσωπικές μαρτυρίες» (βλέπε κεφάλαιο 7) που προέρχονται από κατοίκους της Νότιας Ρόδου. Συμφωνούν δε ότι η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» καταργήθηκε από τις γυναίκες που ήταν γεννηθείσες περίπου τις δεκαετίες του 1860 – 70. Επομένως οι τελευτές γυναίκες που τη φορούσαν το 1894, που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου ο De Launay, θα ήταν 30 με 40 ετών και άνω και συνεπώς σε ηλικία που δεν θα άλλαζαν ενδυματολογικές συνήθειες. Τώρα αν οι νεαρότερες ηλικίας 18 με 25 ετών, σε ορισμένα χωριά ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, δεν το καταγράφει, γιατί αναφέρεται σε λαϊκή φορεσιά και όχι σε μόδα.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΡΟΔΙΤΙΚΗΣ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ»
Η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» φαίνεται επηρεασμένη από τις βυζαντινές αρχοντικές φορεσιές, με τα επάλληλα φορέματα και τα μελετημένα μήκη ή ανοίγματα ώστε να δηλώνεται ο αριθμός, η ποιότητα και η διακόσμησή τους. Κατά τη βυζαντινή εποχή με τον τρόπο αυτό δηλωνόταν και η κοινωνική τάξη αυτού που τα φορά.
Α) ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ (ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ)
Το πρώτο τμήμα της φορεσιάς αποτελείται από την πουκαμίσα που φθάνει μακριά πιο κάτω απ’ το γόνατο, (καμίσιον chemise) που είναι μανικωτό ένδυμα και φοριέται κατάσαρκα. Είναι το πανάρχαιο ένδυμα η “tunica” των Ρωμαίων που ήταν κοινό σε άντρες και γυναίκες. Το ελληνικό πουκάμισο είναι ένδυμα βασικό μια και δεν λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά. Είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα για το λαιμό και όπως όλα σχεδόν τα χωρικά πουκάμισα είναι βαμβακερό.
Οι τοπικές φορεσιές όπώς εξελίχθηκαν από το Βυζάντιο και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Θα τις ονομάζαμε άνετα «ρωμαίικες». Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό με δωρική την προέλευση ένδυμα στο μεταβυζαντινό, δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή κομματιών υφάσματος, (π.χ. εμπρός, πίσω, μανίκια) που υφαίνονται σε στενό πλαγιαστό αργαλειό. (Περισσότερα για τις ελληνικές φορεσιές βλέπουμε στο βιβλίο της ενδυματολόγου και σκηνογράφου Ιωάννας Παπαντωνίου «Η ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα»).
Β) ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ (ΦΟΥΣΤΑΝΙ)
Το δεύτερο τμήμα της φορεσιάς είναι το εξωτερικό φουστάνι, που επικράτησε σταδιακά μετά τη πτώση του Βυζαντίου, με διαφορετικές μορφές, στα νησιά, στα περισσότερα παραλιακά μέρη και σε πολλά αστικά κέντρα. Είναι δυτικού τύπου αναγεννησιακό φόρεμα, που φορέθηκε εξωτερικά χωρίς να καταργηθεί το πουκάμισο που πήρε τη θέση του εσωτερικού ενδύματος. Σύμφωνα με την κα Ιωάννα Παπαντωνίου πιθανών να έχει τις ρίζες του ή να είναι επηρεασμένο από τους αρχαίους ελληνικούς χιτώνες. Το ύφασμα από το οποίο ήταν κατασκευασμένο περιγράφετε στα χωριά Βάτι και Μεσαναγρός, σκληρό σαν «τζιν». Πρόκειται για το «futaine» που ήταν βαμβακερό δίμιτο ύφασμα.
Όπως θα δούμε παρακάτω στο χωριό Κατταβιά που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού, το εξωτερικό φουστάνι δε φορέθηκε ποτέ. Οι γυναίκες στην Κατταβιά φορούσαν την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” ακόμα και στις επίσημες εκδηλώσεις τους περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και δεν ακολούθησαν την προσθήκη του πτυχωτού αμάνικου φουστανιού την αναγεννησιακή εποχή. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι λόγοι ήταν οικονομικοί γιατί οι κάμποι της Κατταβιάς είναι από τις εύφορες περιοχές της Ρόδου και σαφώς πλουσιότερη από το άγονο έδαφος του Ατταβύρου όπου το φουστάνι φορέθηκε. Στη Κατταβιά το φουστάνι δεν φορέθηκε για άγνωστους λόγους. Ίσως λόγο του απόμακρου της περιοχής ή λόγο διατήρησης της παράδοσης, λόγοι που σπάνια προσδιορίζονται. Η φορεσιά τους όμως δεν άντεξε την μόδα της φούστας («Σακοφούστανο»), γιατί ήταν πολύ παλιά για ν’ αντέξει. Διατηρήθηκε στη Κατταβιά είκοσι ολόκληρους αιώνες.
ΕΡΕΥΝΑ & ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΡΟΔΙΤΙΚΗ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ»
Η κυριότερη δυσκολία στη συλλογή στοιχείων που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» είναι η μικρή σχετικά ηλικία του πληροφοριοδότη, που σπάνια ξεπερνά τα 90. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να θυμάται γεγονότα μετά το 1920, όταν θα ήταν σε ηλικία τουλάχιστον 5 χρονών. Στο να μας πληροφορήσει λοιπόν για μια φορεσιά που και στα 10 χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου καταργήθηκε κατά τέλη του 19ου αιώνα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αν έχει καλή μνήμη, ίσως θυμάται και ιστορίες από τους γονείς του ή τους παππούδες του, οι ποίοι θα γεννήθηκαν αν υπολογίσουμε με 20 χρόνια διαφορά περίπου το 1900 και το 1880 αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά τα ενδύματα φτιαγμένα από υλικά που φθείρονται ή μετατρέπονται θα ήταν δύσκολο να επιζήσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλωστε το έθιμο της ταφής με τη νυφική, γαμπριάτικη ή την καλή φορεσιά και η συνήθεια της καύσης των ρούχων των νεκρών, συντέλεσε στο να μην φτάσουν οι ενδυμασίες αυτές μέχρι τις μέρες μας.
Διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για «φορεσιά» και όχι για «στολή» που έπρεπε να τηρείται αυστηρό τυπικό. Για παράδειγμα αν κρίνουμε από το τοπωνύμιο στο Βάτι πού λέγεται «Της Κατερίνας η μυρτιά» και την ιστορία που μας λέει ότι το τοπωνύμιο πήρε την ονομασία του από την Κατερίνα που έχασε τη ζωή της προκειμένου να προστατέψει τη ζώνη της, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ακόμα και στη περίπτωση του μύθου, δεν αναφερόμαστε στην πλεκτή ροδίτικη ζώνη, αλλά σε ζώνη χρυσή ή τουλάχιστον χρυσοκέντητη. Ακόμα όμως και αν γνωρίζαμε πως ακριβώς ήταν η συγκεκριμένη ζώνη, δεν θα μπορούσαμε να την εντάξουμε στην παραδοσιακή φορεσιά, γιατί θα ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση κάποιας, που της έκαναν δώρο μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη περιοχή ή κάποιας που είδε μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη περιοχή και την αντέγραψε ή έστω ακόμα και να πρόκειται για τη μόδα κάποιας γενιάς. Δεν έχουμε όμως μαρτυρία ότι υπήρχε παράδοση από γενιά σε γενιά, για να την εντάξουμε στη ροδίτικη παραδοσιακή-τοπική φορεσιά.
Οι προφορικές μαρτυρίες που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» είναι λίγες και προέρχονται από τα χωριά Ασκληπιείο, Βάτι, Μεσαναγρό, και Κατταβιά. Επίσης έχουμε και τη φωτογραφεία από το «Ημερολόγιο του Λαγγάη» από το χωριό Αρνίθα. Οι προφορικές μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις περιγραφές οι οποίες συμπίπτουν. Έχουμε δε τις πληροφορίες αυτές όχι τόσο λόγω τις διατήρησης στα χωριά αυτά, αλλά λόγω της μακροβιότητας των κατοίκων που έτυχε να συναντήσουμε και της συγκυρίας ώστε αυτοί να θυμούνται απ’ τα παιδικά τους χρόνια μακρόβιους συγγενείς ή γυναίκες που η ενασχόλησή τους ήταν χαρακτηριστική (π.χ. καντηλανάφτισσα). Οι εξελίξεις και στα δέκα χωριά μας ήταν κοινές και αυτό λόγω της στενής επαφής των κατοίκων.
Οι πληροφορίες που λένε ότι κάθε χωριό είχε δική του φορεσιά είναι λάθος ή αναφέρονται στην εποχή που εισχωρεί η δυτική μόδα με διαφορετικούς ρυθμούς σε κάθε χωριό και διαφορετικά μοντέλα. Γενικά η Ρόδος είναι απ’ τα μέρη της Ελλάδας που παρουσιάζει μεγάλη ομοιογένεια και αυτό φαίνεται απ’ τα γλωσσικά της ιδιώματα, απ’ τα ήθη και έθιμά της, απ’ τη μουσική και το χορό, με μικρές παραλλαγές που είναι απόλυτα φυσιολογικές. Το ίδιο ισχύει και για τις ενδυματολογικές της συνήθειες. Όσο για τις απόψεις ότι η περιοχή δεν είχε ενδυματολογική παράδοση ούτε καν τις συζητάμε. Σ’ ένα χώρο που οι άντρες είχαν ενδυματολογική παράδοση θα ήταν ανιστόρητο να μην είχαν οι γυναίκες. Επικρατεί η ροδίτικη φορεσιά στη ποιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο ή το ξεχωριστό που να προσελκύσει τους περιηγητές της εποχής ώστε να την εξετάσουν ιδιαίτερα. Οι περιηγητές συνήθιζαν να εξετάζουν φορεσιές που ήταν πιο πλούσιες, π.χ. Έμπωνας, Απολλώνων, Αρχαγγέλου. Αν τα δέκα χωριά της Νότιας Ρόδου δεν είχαν καθόλου ενδυματολογική παράδοση ή ξεχωριστή απ’ το υπόλοιπο νησί, θα ήταν κάτι που θα έκανε τους περιηγητές να το εξετάσουν ιδιαίτερα, γιατί θα υπήρχαν και οι ιστορικοί λόγοι που θα ήταν υπεύθυνοι γι αυτό. Τουλάχιστον από το 1309 που οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου εγκαθίστανται στο νησί, δεν αναφέρεται εισροή ξένου πληθυσμού σε τμήμα του ή κατοχή αυτού.
Στα δέκα χωριά του σημερινού Δήμου Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Καταλήγουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα όχι μόνο επειδή οι λιγοστές γραπτές πηγές, οι προφορικές μαρτυρίες και τα λιγοστά ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο συμπίπτουν, αλλά και γιατί η ιστορία της Ρόδου δεν μας αφήνει να υποθέσουμε κάτι άλλο. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς. Η φορεσιά στα χωριά της Νότιας Ρόδου έμοιαζε με αυτή που σήμερα λέμε «Σιδερίτικη» (Αγίου Ισιδώρου), επειδή εκεί διατηρήθηκε περισσότερο.
Δεν αποκλείεται και η περίπτωση να μεσολάβησε κάποια βραχεία περίοδος κατά την οποία η φορεσιά αυτή φορέθηκε με εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, χρυσοκέντητα, συνήθως στην απόχρωση του μπλε, του πορφυρού ή του ροδί, που ήταν οι κυρίως βυζαντινές αποχρώσεις. Σημειωτέον οι μαρτυρίες στα δέκα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου είναι λιγοστές και όχι τεκμηριωμένες (βλέπε κεφάλαιο 7 προσωπικές μαρτυρίες – ευρήματα από το χωριό Λαχανιά και Ασκληπιείο).Γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε μόνο την υπόθεση, ότι επειδή η οι γυναίκες από τις οποίες θυμούνται να φοριόταν η φορεσιά αυτή ήταν μεγάλες σε ηλικία και πιθανών να ήταν και χήρες, θα ήταν απίθανο να φορούσαν ρούχα μεταξωτά και χρυσοκέντητα. Αν πάλι υποστηρίξουμε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκαν τέτοιου είδους υφάσματα, το ποιο πιθανό θα ήταν να μεταποιήθηκαν από τις ίδιες ή από τις κληρονόμους τους όταν άλλαξε η μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο χωριό Γεννάδι για τη μεταξωτή πουκαμίσα ενός «βρακά» που την έκαναν κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε ή τη περίπτωση του μισοφούστανου στην Αρνίθα που απ’ αυτό έφτιαξαν δύο φούστες ή ακόμα και τις δύο πουκαμίσες που βρέθηκαν στο Ασκληπιείο που τις έκαναν φούστες όταν άλλαξε η μόδα και αργότερα τις έκαναν κουρτίνες για το «σπερβέρι» του αποκρέβατου. Το πιθανότερο όμως απ’ όλα είναι ότι οι γυναίκες τις νότιας Ρόδου, μετέβηκαν κατευθείαν από τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα, το «Σακοφούστανο», μετά την κάποια οικονομική αναβάθμιση της περιοχής.
Αντικείμενο της έρευνας είναι η φορεσιά των χωριών της Νότιας Ρόδου που είναι φορεσιά αγροτική, αλλά δεν μπορούμε να την δούμε μεμονωμένα πάνω σ’ ένα νησί της έκτασης της Ρόδου, έως ότου η ομώνυμη πόλη της Ρόδου, ήταν το μοναδικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Επίσης τα χωριά είχαν τακτική επαφή με τη πόλη, και ήταν συχνές οι μετακινήσεις πληθυσμών, από την περιφέρεια προς το κέντρο και σπανιότερα αντίστροφα ή ακόμα περισσότερο και των χωριών μεταξύ τους. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι η Ιστορία του νησιού σχετίζεται με την Ιστορία της πρωτεύουσάς του από την ίδρυσή της το 400 π.χ.
Η φορεσιά της πόλης μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523 ήταν η τούρκικη, αφού οι Χριστιανοί υποχρεώθηκαν να μένουν έξω απ’ τα τείχη. Στα «Μαράσια» όμως που κτίστηκαν από τους διωγμένους Χριστιανούς και ήταν κάτι σαν προάστια γύρω από τη τειχισμένη «μεσαιωνική πόλη» της Ρόδου, πιθανόν, δίχως να υπάρχει απόλυτη τεκμηρίωση, επικρατούσε κάποια αστικοποιημένη μορφή της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», όπως αυτή της Αρχαγγέλου με τα μεταξωτά υφάσματα, πού θα αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα της εποχής, που ήταν το «σακοφούστανο».
4) ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΡΟΔΙΤΙΚΗΣ «ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ»
Οι λόγοι κατάργησης ή διατήρησης γενικά της παράδοσης δεν προσδιορίζονται. Συνήθως έχουν να κάνουν με τη ψυχοσύνθεση του τόπου, του πολιτιστικού και κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων, ή ακόμα και με ιστορικά γεγονότα που διαδραματιστήκαν ίσως και πριν από αιώνες, καθώς επίσης και με τη σταθερή ή απότομη οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523, μαζί με τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου έφυγαν από το νησί και πέντε χιλιάδες Ροδίτες. Έτσι η Ρόδος ήταν φυσικό μαζί με τους διανοούμενους, να χάσει και ένα μεγάλο μέρος από την εθνική και την κοινωνικοοικονομική της τάξη. Οι τάξεις αυτές, που για λόγους πολιτιστικής διαφοροποίησης έναντι των κατακτητών ή ακόμα και λόγω της ταξικής προβολής τους πιθανών να διατηρούσαν την φορεσιά, δε ξαναδημιουργήθηκαν όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που είχαν επί Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα προνόμια.
Επίσης μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους, οι Ροδίτες και γενικά οι Χριστιανοί εκδιώκονται από τη τειχισμένη πόλη και έτσι παύει το νησί να έχει κάποιο ισχυρό κέντρο πολιτιστικής αναφοράς. Από πολιτιστικής πλευράς, επί Τουρκοκρατίας στο νησί δεν υπάρχει πόλη, αλλά μόνο χωρά με δύο θα λέγαμε κεφαλοχώρια, τον Αρχάγγελο στην ανατολική πλευρά του νησιού και τον Έμπωνα στη δυτική. Στη τειχισμένη «παλιά πόλη» όπως τη λέμε σήμερα έμεναν μόνο οι Τούρκοι και οι Ευρέοι.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη γίνεται το νέο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Ενώ η πόλη της Ρόδου είναι ήδη αποδυναμωμένη πολιτιστικά και οικονομικά. Την εποχή αυτή τα περισσότερα νησιά που βρίσκονταν κοντά στα μικρασιατικά παράλια, προχώρησαν στο «σακοφούστανο», καταργώντας τη παραδοσιακή τους φορεσιά και έμειναν μόνο ορισμένοι πυρήνες, όπως για παράδειγμα ο Αρχάγγελος όπου η φορεσιά εξελίσσεται με ευρωπαϊκά παπούτσια, βράκες κεντητές μέχρι τον αστράγαλο και μεταξωτό φουστάνι, ο Έμπωνας όπου η φορεσιά στολίζεται με σιρίτια και τα γύρο χωριά του Ατταβύρου.
Η κοντινή απόσταση και η μεγάλη επαφή που είχαν επί τουρκοκρατίας και πριν τη «Μικρασιατική καταστροφή», με την «Ανατολή» (όπως έλεγαν τη Μικρά Ασία) που παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη, ευνόησε την αλλαγή αυτή στις ενδυματολογικές συνήθειες των περισσότερων χωριών της Ρόδου. Η επαφή αυτή ενισχύθηκε περισσότερο μέσω των αντρών που πήγαιναν ορισμένους μήνες το χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες στη Σμύρνη και σε άλλα τότε ανεπτυγμένα κέντρα της «Ανατολής» και κατά την επιστροφή τους, έφερναν για δώρα στις γυναίκες και στις κόρες τους υφάσματα και ρούχα.. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο προσανατολισμός του Τουρκικού κράτους που προωθούσε ένα «νέο» και «Δυτικό» θα λέγαμε τρόπο ζωής που ήταν συνυφασμένος με την προσπάθεια του να εξαλείψει τις διάφορες εθνότητες που συνυπήρχαν στην επικράτειά του.
Ο σημαντικότερος λόγος κατάργησης της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», είναι το ότι σταμάτησε να εξελίσσεται, λόγω της χαμηλής ανάπτυξης της περιοχής, τους τρις πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εκτοπιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, από τη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα που ήταν το «σακοφούστανο». Ιδιαίτερα για το 16ο αιώνα η Ιστορία της Ρόδου του Χ. Ι. Παπαχριστοδούλου αναφέρει ότι, «είναι μια σκοτεινή περίοδος για ολόκληρο το νησί. Στην πόλη της Ρόδου δεν έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα, έστω και λείψανα τέχνης, της πλέον χαρακτηριστικής εκδήλωσης του ανθρώπου»
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ή στάση, όσων ασχολήθηκαν μεταπολεμικά με τον πολιτισμό που παρουσίαζαν ως παραδοσιακή φορεσιά το «σακοφούστανο», στη προσπάθειά τους να παρουσιάσουν ένα θέαμα πλουσιότερο που πίστευαν ότι ενδείκνυται για τουριστική προβολή και που θα έδινε και το στίγμα της αστικής και συνεπώς πιο εκλεπτυσμένης συνήθειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να αγνοείται στις μέρες μας, ακόμα και η ύπαρξη της «ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς» και να χαθούν σημαντικές πληροφορίες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της κας Μαριετούλας Παπαστέργου απ’ το χωριό Ασκληπιό που μας λέει ότι, «όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν, γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να τους λέω για την άλλη, την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή), εννοώντας το «σακοφούστανο».
Τέλος ας μη διστάσουμε να αναφέρουμε και τις συνθήκες που αντιμετώπισε μεταπολεμικά ο Ροδίτικος πολιτισμός, μέσα στο αναπόφευκτο συνονθύλευμα του «πανελληνισμού». Η λιτότητα που χαρακτηρίζει τη φορεσιά αυτή, συμπληρώνει τη γενικότερη εικόνα που χαρακτηρίζει τη νότια Ρόδο, όπως είναι για παράδειγμα η λιτή παραδοσιακή διατροφή και η λιτή διακόσμησα της παραδοσιακής κατοικίας, και είναι απόηχος των αρχαίων δωρικών συνηθειών των κατοίκων, όπως επίσης και τα δωρικά γλωσσικά τους ιδιώματα. Η λιτότητα όμως αυτή, έρχεται σε αντίθεση με τις βαριές φορεσιές, τις πλούσιες σε κεντίδα, στολίδια και χρωματισμό των περισσότερων περιοχών της σημερινής Ελλάδας, που συνέχισαν να εξελίσσονται μέσα στη τουρκοκρατία.
5) «ΣΑΚΟΦΟΥΣΤΑΝΟ»
Απ’ τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα οι ενδυματολογικές συνήθειες στα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου και γενικά του μεγαλύτερου τμήματος του νησιού αλλάζουν σύμφωνα με την μόδα, που είναι το «σακοφούστανο».
Η συγκεκριμένη ενδυμασία χαρακτηρίζεται ως «μόδα» και όχι ως «φορεσιά» γιατί δε βασίζεται στη παράδοση όπως η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» αλλά στην αλλαγή. Σε πολλά χωριά μάλιστα επειδή αυτή θυμούνται τη θεωρούν τοπική παραδοσιακή φορεσιά. Είναι όμως γνωστό ότι η φούστα εμφανίσθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα και έφθασε στο τόπο μας με κάποια σχετική καθυστέρηση (ντεμοντέ). Η συγκεκριμένη ενδυμασία, δεν έχει ούτε τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φορεσιάς. Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ.
Η φούστα δεν είναι ενταγμένη ούτε στις ευρωπαϊκές τοπικές φορεσιές. Αν και η μόδα της φούστας εμφανίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες, οι Ευρωπαίοι τη ξεχώρισαν από τις τοπικές τους φορεσιές, που κι αυτές έχουν σαν βασικό ένδυμα τη πουκαμίσα, που κι εδώ έχει τις ρίζες της στη αρχαία Ρωμαϊκή “tunica”.
Η νέα αυτή μόδα κυριαρχούσε στη Σμύρνη που ήταν το μεγάλο αστικό κέντρο της Μικράς Ασίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και λιγότερο στα μικρότερα αστικά κέντρα και χωριά, όπου διακρίνεται κάποια τοπικότητα και ιδιαιτερότητα που έχει να κάνει με το δικό τους προσωπικό γούστο και τα υλικά π.χ. υφάσματα που έφθαναν σ’ αυτά.
Στο βιβλίο «Η Ρόδος του χθες» του κ. Σταύρου Γιωργαλλίδη και παρουσιάζεται η ροδίτικη φορεσιά σε διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την εποχή και τις ιδιαιτερότητες του κάθε χωριού. Μία από τις φωτογραφίες του βιβλίου αυτού παρουσιάζεται με τον υπότιτλο «Κάτοικοι του Κοσκινού με τοπικές ενδυμασίες». Πρόκειται όμως για λάθος, γιατί στη πραγματικότητα πρόκειται για κάτοικους του χωριού Ασκληπιείου, που φορούν τα ρούχα των παππούδων τους - που έζησαν περίπου από 1890 έως 1960 - προκειμένου να υποδεχθούν το Βασιλιά Παύλο στη Ρόδο, μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1949.. Παρουσιάζονται με μια λαϊκή ενδυμασία με δυτικά πρότυπα και ανατολίτικα στολίδια. Πρόκειται για την ευρωπαϊκών προτύπων μόδα το «σακοφούστανο», που επικρατούσε με την ίδια περίπου μορφή στα Βαλκάνια, στα μικρασιατικά παράλια και σε διάφορα άλλα μέρη της βορειοανατολικής Μεσογείου, από τα τέλη του 19ου έως τις πρώτες δεκαετίες 20ου αιώνα. Για το λόγω αυτό, ο χαρακτηρισμός «τοπικές ενδυμασίες» δε ταιριάζει στη περίπτωση γιατί οι φορεσιές της φωτογραφίας, δεν είναι τοπικές. Η φορεσιά είναι παρόμοια και μ’ αυτή που συναντά και η Αθηνά Ταρσούλη στο χωριό Αφάντου που επισκέφθηκε τη Ρόδο κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, μετά την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου.
6) ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, όπως φαίνεται και στη φωτογραφεία από το χωριό Κατταβιά που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη, όπως μας περιγράφει και η κα Άρτεμη Διακοσάββα απ’ το Βάτι.
Όπως μας λέει η κα Θεανώ Αυγουστάκη απ’ τον Μεσαναγρό, οι άντρες είναι πιο συντηρητικοί στην εμφάνισή τους και δεν άλλαξαν εύκολα μόδα. Σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, αντικατέστησαν τις μπότες με παπούτσια, μετά το γιλέκο με σακάκι και τελικά έβγαλαν και τη «βράκα» και έγιναν «φραγκοφορεμένοι». Ο κ. Κωνσταντίνος Κώνστας- Μαστρογιάννης απ’ το Γεννάδι, μας περιγράφει και την τρίχινη «καμουζέτα ή καμουζέρα» και το τρίχινο καπέλο.
Από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.
7) ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Α) ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ
Στο χωριό Ασκληπιό η κα. Ειρήνη Καμπανάρη που γεννήθηκε το 1915 περιγράφει αρχικά το «σακοφούστανο» επίσης θυμάται ότι υπήρχε κάποια άλλη παλαιότερη φορεσιά που έμοιαζε με αυτή που σήμερα λέμε Σιδερίτικη.
Η κα Μαριετούλα Παπαστέργου που γεννήθηκε το 1917 αρχικά περιγράφει κι αυτή το σακοφούστανο και στη ερώτηση αν υπήρχε παλαιότερη, απαντά ότι «υπήρχε και πως ήταν με «μια άσπρη πουκαμίσα μακριά ποιο κάτω από το γόνατο κι απέξω άλλη πιο κοντή σκούρα και στη μέση η ζώνη ήταν πλεκτή». Αλλά όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να τους λέω για την άλλη την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή).
Επίσης θυμούνται διάφορες γυναίκες που φορούσαν τη παλιά ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» όπως τη Χατζημαρία από την οικογένεια των Θαρενών που πήγε και στους Αγίους Τόπους και τη θυμόντουσαν καλύτερα γιατί ήταν καντηλανάφτισσα.
Επίσης από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και τα εξής ευρήματα: Δύο υφαντές βαμβακερές πουκαμίσες, η μία με κέντημα στο ποδόγυρο σε σχήμα τετραγωνάκια και η άλλη σε σχήμα ρόμβων. Οι πουκαμίσες αυτές βρέθηκαν κομμένες στη μέση, προφανώς για να χρησιμοποιηθούν και ως φούστες όταν άλλαξε η μόδα. Η μία από αυτές τις πουκαμίσες – αυτή με τα τετραγωνάκια – κατέληξε κουρτίνα σε σπερβέρι αποκρέβατου. Επίσης βρέθηκε ένα γιλέκο της «μεταβυζαντινής φορεσιάς», με ύφανση σε ψαροκόκαλο. Στο εκκλησιαστικό μουσείο του Ασκληπιείου, είναι εκτεθειμένα και δύο ασημένια στολίδια τριγωνικού σχήματος που χρησιμοποιούνταν για να στερεώνουν το μαντήλι, σαν αυτά που περιγράφει και περιηγητής Charles Newton (βλέπε κεφάλαιο 1). Ακόμα βρέθηκε ένα μεταξωτό αμάνικο φουστάνι. Το φουστάνι αυτό, πιθανών να φορέθηκε πάνω από πουκαμίσα, δίχως όμως αυτό να είναι τεκμηριωμένο. Το ίδιο ισχύει και για το, τσόχινο, χρυσοκέντητο γιλέκο, πράσινου χρόματος, μάλλον μικρασιάτικης καταγωγής. Από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και άλλα ευρήματα που ανήκουν στο «σακοφούστανο», όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές μόδες του 20ου αιώνα και παρόμοια έχουν βρεθεί και στα γύρω χωριά.
Β) ΒΑΤΙ
Η τελευταία γυναίκα πού θυμούνται να φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στο χωριό Βάτι πριν φορεθεί η μόδα με τους σάκους και τα μισοφούστανα, ήταν η Στεργούλα Παπαγεωργίου ή «Κουλιά» πού γεννήθηκε το 1835 και πέθανε το 1940 σε ηλικία 105 ετών και έτσι τη θυμούνται όλοι οι κάτοικοι του χωριού που έχουν γεννηθεί το 1930, όπως η Μαριάνθη Καμπουροπούλου, ο δάσκαλος Τριαντάφυλλος Καμπούρης, ο δάσκαλος Αθανάσιος Ψελλάκης κ.α. Όπως περιγράφεται η φορεσιά της από την δισέγγονή της κα Μαρουσία Καμπούρη, είναι με το αμάνικο εξωτερικό φουστάνι στην απόχρωση του μπλε και δίχως σιρίτια. Θυμάται επίσης ότι όταν δούλευε στο χωράφι συνήθιζε να ανεβάζει το εξωτερικό φουστάνι μέχρι τη μέση, άλλες φορές πάλι - ιδίως όταν έκανε ζέστη - το έβγαζε και έμενε με την πουκαμίσα και το έβαζε ξανά όταν τελείωνε τη δουλειά. Το ύφασμα του φουστανιού ήταν σκληρό σαν «τζιν». Τη ζώνη της την έδενε πότε στη περιφέρεια και πότε στη μέση δίχως κάποιο ιδιαίτερο κανόνα, αλλά όπως τη βόλευε.
Άλλη που περίγραψε τη ροδίτικη φορεσιά όπως τη θυμόταν από τη Στεργουλα Παπαγεωγίου (πού ήταν μητέρα της πεθερά της) και από διηγήσεις των μεγαλυτέρων της, είναι η κα Άρτεμη Διακοσάββα, κόρη του γιατρού Θεόδωρου Κωνσταντινίδη (συγγραφέα του βιβλίου «Λεξιλόγιο της δημώδους Ροδιακής διαλέκτου»). Από τις περιγραφές της η φορεσιά αποτελείτο από τη πουκαμίσα που ερχόταν μακριά, πιο κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και το εξωτερικό πτυχωτό αμάνικο φουστάνι, που σούρωνε κάτω απ’ το στήθος και ερχόταν 4-5 πόντους πιο κοντό από τη πουκαμίσα. Το χειμώνα φορούσαν και την «καμουζέτα» που ήταν μακρομάνικο γιλέκο, συνήθως μάλλινο. Η επίσημη φορεσιά της λεύτερης και της νύφης ήταν λευκή). Όπως το ύφαιναν το βαμβάκι το αφήνανε λευκό (στο χρώμα του). Όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε, βάφανε το εξωτερικό φουστάνι μπλε με λουλάκι και αν ξεθώριαζε το ξαναβάφανε. Το μπλε το συνήθιζαν περισσότερο οι παντρεμένες, που δεν έραβαν πια καινούρια ρούχα για τον εαυτό τους αλλά έβαφαν τα παλιά. Όταν χήρευε ή γυναίκα τότε το έβαφε μαύρο. Μαύρα επίσης ήταν και τα καθημερινά, τα πρόχειρα ρούχα, που φορούσαν στη δουλειά και τελικά ως χρώμα επικράτησε, ίσως λόγω του ότι όταν σταμάτησαν πια να υφαίνουν και αγόραζαν έτοιμα υφάσματα, τα αγόραζαν στο μπλε ή στο μαύρο, που ήταν χρώματα πιο ανθεκτικά. Το ίδιο συνέβαινε και με την αντρική φορεσιά. Αρχικά η βράκα ήταν λευκή, στο χρώμα του βαμβακιού και όταν κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε, ή μαύρη για πιο πρόχειρη που τελικά επικράτησε.
Η Άρτεμη Διακοσάββα με ενημέρωσε και για κάποιες ιδιαιτερότητες ορισμένων χωριών, όπως για παράδειγμα, τα σιρίτια στη στολή του Έμπωνα, ή για τις μακριές βράκες που φορούσαν σε ορισμένα χωριά όπως για παράδειγμα στον Αρχάγγελο), προκειμένου να φορέσουν Ευρωπαϊκά παπούτσια. Στην ερώτηση αν υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα στα δικά μας χωριά απάντησε πως δε πιστεύει και πώς από τα Λάερμα και πέρα η παρουσία των γυναικών ήταν περισσότερο αγροτική, δίχως μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο και ευρωπαϊκά παπούτσια ή αν φορούσαν μακριές βράκες τις φορούσαν μέσα από τις μπότες. Η φορεσιά διευκρινίζει ότι ήταν σαν τη Σιδερίτικη (Αγίου Ισιδώρου), όπου και διατηρήθηκε περισσότερο και ήταν γνωστή στο Βάτι και σε άλλα χωριά της Νότιας Ρόδου από τις Σιδερίτισες που έρχονταν για να εργαστούν μεροκάματο σαν θερίστριες.
Γ) ΜΕΣΑΝΑΓΡΟΣ
Στο χωριό Μεσαναγρός η κα Ειρήνη Βαλασάκη που γεννήθηκε το έτος 1909, θυμάται τη θεία της Ναστασούλα μια από τις τελευταίες γυναίκες του χωριού που φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Η φορεσιά αυτή αποτελείτο από μια μακρομάνικη πουκαμίσα, που ερχόταν μακριά κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και εξωτερικά έμπαινε το φουστάνι που ήταν ποιο κοντή απ’ τη πουκαμίσα. Το ύφασμα της φούστας ήταν σκληρό. Το περιγράφει «σαν αυτό που φορούν σήμερα τα παιδιά» εννοώντας το τζιν. Εξωτερικά φορούσε και ένα σάκο (εννοεί τη καμουζέτα) που έδενε κάτω απ’ το στήθος. Η φορεσιά της ήταν σαν αυτή που συνέχισαν να φορούν οι Σιδερίτισες. Ήταν κι άλλες γυναίκες στην ηλικία της που φορούσαν τα ίδια αλλά δεν θυμάται ποιες ήταν. Θυμάται όμως τη θεία της τη Ναστασούλα γιατί την άφηναν σ’ αυτήν οι γονείς της να την προσέχει όταν έφευγαν στα χωράφια. Όταν η θεία Ναστασούλα απεβίωσε η κα Ειρήνη Βαλασάκη ήταν περίπου επτά χρονών δηλαδή περίπου το 1915 και αν υποθέσουμε ότι απεβίωσε ογδόντα ετών, πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 1936. Η θεία Ναστασούλα πρέπει να ήταν στην ίδια ηλικία με τη κα Στεργούλα Παπαγεωργίου απ’ το Βάτι με τη διαφορά ότι η κα Στεργούλα έζησε 25 χρόνια περισσότερο.
Η κατά εννέα χρόνια νεότερη από τη κα Ειρήνη η κα Θεανώ Αυγουστάκη, που γεννήθηκε το έτος 1918, δε θυμάται πια καμιά γυναίκα στον Μεσαναγρό με τη ροδίτικη φορεσιά. Θυμάται την ηλικία της γιαγιάς της και της μητέρας της με το σακοφούστανο. Η μητέρα της είχε ένα μπαούλο με ρούχα της εποχής εκείνης, που τα έκαψαν σύμφωνα με τη συνήθεια να καίνε τα ρούχα των νεκρών. Η γενιά η δική της φόρεσε την επόμενη μόδα που ήταν οι ρόμπες. Οι γυναίκες αλλάζουν μόδα ποιο εύκολα απ’ τους άντρες είπε, και αφηγήθηκε και την ιστορία κάποιου «βρακά» (βρακοφόρου) του Γιώργη, όταν αυτή ήταν περίπου δέκα χρονών, δηλαδή περίπου το 1928. Ο Γιώργης στο γάμο του έβαλε κουστούμι αλλά για να μην τον κοροϊδεύουν, τη δευτέρα του γάμου του ξανάβαλε «βράκα». Στο γάμο του τραγούδησαν το ακόλουθο δίστιχο.
«Πετάξανσιν οι πέρδικες και κάτσασει στ’ αλώνια,
κοιτάξετε τον Γιωρκαρά που ‘βαλε παντελόνια.»
Δ) ΚΑΤΤΑΒΙΑ
Στο χωριό Κατταβιά η κα Ειρήνη - Κατίνα Παύλου Βλάμη σύζυγος Κυριάκου Καρπαθιού που γεννήθηκε το έτος 1912, μας περιγράφει τη φορεσιά της γιαγιάς της Ειρήνης σύζυγος Ιωάννου Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εγγονής της Ειρήνης-Κατίνας πρέπει να γεννήθηκε από το 1855 έως το 1860.
(Οι υπολογισμοί της έχουν ως εξής: Αυτή γεννήθηκε το 1912 και με τη μητέρα της είχε 26 χρόνια διαφορά. Η μητέρα της με τη γιαγιά της είχαν περίπου 30 χρόνια διαφορά, γιατί η μητέρα της ήταν το τρίτο κατά σειρά παιδί στην οικογένεια. Άρα 1912 μείον 55 από το 1855 έως το 1860 γεννήθηκε η κα Παπαγεωργίου Ειρήνη).
Σύμφωνα με την περιγραφή της γιαγιάς της, αυτή όπως και οι άλλες γυναίκες της Κατταβιάς εκείνη την εποχή, φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα «ζούρκα» δίχως εξωτερικό φουστάνι. Μου είπε ακόμα ότι και οι Μπωνιάτισες στις καθημερινές τους δραστηριότητες φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα και το εξωτερικό φουστάνι το φορούσαν σαν στολίδι στις επίσημες εκδηλώσεις τους, στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το χειμώνα έβαζαν εσωτερικά και άλλα ρούχα για να προστατεύονται απ’ το κρύο. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσε η γιαγιά της όσο ήταν λεύτερη. Όταν παντρεύτηκε περίπου το έτος 1875 της την έβγαλε ο άντρας της γιατί της έφερε ρούχα «από την Ανατολή», απ’ όπου έφερε και μεγάλη περιουσία (300 χρυσές λίρες).
Η φορεσιά αποτελείτο από μια υφαντή λευκή βαμβακερή πουκαμίσα που έφθανε μέχρι τη μισή γάμπα και είχε ένα ελαφρύ κέντημα στον ποδόγυρο, στις άκριες των μανικιών και στο λαιμό. Στη μέση έδεναν ένα υφαντό ζωνάρι πού είχε συνήθως χρώμα μπλε. Τα μαντήλια τ’ αγόραζαν έτοιμα και ήταν λευκά, χρωματιστά ή πολύχρωμα. Για υποδήματα φορούσαν τα «πο(δ)ήματα» που ήταν τα ίδια με τις «μπωνιάτικες μπότες». Πο(δ)ήματα φορούσε ακόμα κι αυτή όταν ήταν μικρή περίπου μέχρι 12 - 13 χρονών.
Επίσης από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.
Ε) ΑΡΝΙΘΑ
Η κα Μάρθα Σαββή χήρα Κωνσταντίνου απ’ το χωριό Αρνίθα που γεννήθηκε το 1917. περιγράφει το σοκοφούστανο και απ’ ότι λέει διευκόλυνε η φούστα γιατί πλυνόταν ευκολότερα το κάτω μέρος, που λερωνόταν συχνότερα. Υπήρχαν δε και μισές φούστες που ήταν υφαντές. Επίσης η φούστα ερχόταν πολύ φαρδιά και όταν η μόδα αυτή καταργήθηκε η μητέρα της έφτιαξε απ’ αυτό το ύφασμα δύο φουστάνια.
Από την Αρνίθα όμως προέρχεται η φωτογραφεία του βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
ΣΤ) ΛΑΧΑΝΙΑ
Απ’ το χωριό Λαχανιά η κα Σαββάκη Παρασκευή μας περιγράφει το μεταβατιό στάδιο ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «σακοοφούστανο» και βλέπουμε ότι οι Λαχανιάτισες με τη γιορτινή τους φορεσιά φορούσαν μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο, εσωτερικά μέσα από τις μπότες και όχι με ευρωπαϊκά παπούτσια, κι’ από τη διακόσμηση στις μπότες επιβεβαιώνεται ότι φορούσαν τις μπότες και με τα γιορτινά τους.
Επίσης μας περιγράφει τη φορεσιά της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «Σακοφούστανο». Στη Λαχανιά, όπως και σε άλλα χωριά και όπως μας δείχνουν και τα ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία, οι νεαρές κοπέλες φορούσαν ανοικτόχρωμα ρούχα, συνήθως κανελί με ρίγες. Όταν όμως έχαναν κάποιο συγγενή τότε φορούσαν για πάντα μαύρα. Στο κεφάλι φορούσαν δύο μαντήλια, το ένα το σκούφωναν από μέσα για να μην φαίνονται τα μαλλιά, το άλλο το έριχναν από πάνω σε σχήμα τριγώνου και οι δυο άκρες ήταν ριγμένες εμπρός. Στο μέτωπο στην άκρη του μαντιλιού ήταν ραμμένο ένα μικρό σιρίτι απ’ όπου κρέμονταν κάτι μικρά μπρούτζινα τετραγωνάκια σαν αστεράκια. Το γιλέκο ήταν αμάνικο, έφτανε ως τη μέση, είχε λαιμόκοψη και κούμπωνε με κουμπιά. Το πουκάμισο ήταν άσπρο με πολύ μικρό γιακαδάκι ή λαιμόκοψη και τα μανίκια στην άκρη είχαν βολάν. Η φούστα ήταν φαρδιά, έφτανε κάτω από το γόνατο και στη μέση έδενε με λάστιχο. Είχαν και ζωνάρι αλλά δεν το έδεναν σφικτά. Η βράκα έφτανε ως τον αστράγαλο και έδενε με λάστιχο. Στα πόδια φορούσαν δερμάτινες μπότες κομμένες στην άκρια πριονωτά (Ζικ-Ζακ) και λίγο πιο κάτω από το κόψιμο ήταν ραμμένο ένα κόκκινο σιρίτι με χρυσό κέντημα.
Ζ) ΙΣΤΡΙΟΣ
Η κα Πόλου Χρυσή από το χωριό Ίστριος μας περιγράφει κι αυτή το σακοφούστανο και συμπληρώνει ότι χρησιμοποιούσαν υφάσματα κλαδωτά, μεταξωτά ή χασεδένια, ανάλογα με την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας ή υφάσματα από κάποτο για πιο πρόχειρα. Επίσης από κάποια εποχή και μετά άρχισαν να χρησιμοποιούνται και ευρωπαϊκά παπούτσια, δίχως όμως τις μακριές βράκες όπως στη φορεσιά τού Αρχαγγέλου αλλά με μακριές κάλτσες μέχρι το γόνατο.
Η) ΓΕΝΝΑΔΙ
Το σακοφούστανο θυμάται και η κα Μαθιουδάκη Αικατερίνη απ’ το χωριό Γεννάδι, που γεννήθηκε το 1912.
Ο κ. Κώνστας Κωνσταντίνος Μαστρογιάννης που γεννήθηκε το 1911 είπε ότι θυμάται τη μητέρα του με τα «μισοφούστανα». Το ίδιο και η σύζυγος του κα Δέσποινα θυμάται τα μισοφούστανα που φορούσε η γιαγιά της που ήταν γεννηθείσα περίπου το 1875 - 1880. Αναφέρουν επίσης τη στολή του «βρακά» και ότι το χειμώνα εξωτερικά φορούσαν και ένα σάκο την «καμουζέρα». Ήταν φτιαγμένη από ύφασμα φτιαγμένο από τρίχα κατσίκας, που αφού το ύφαιναν το πατούσαν δύο άτομα που κάθονταν αντικριστά για να δέσει. Από το ίδιο ύφασμα ήταν φτιαγμένο και το καπέλο. Αναφέρουν και τη περίπτωση για κάποια μεταξωτή ανδρική πουκαμίσα που τη μετέτρεψαν σε κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε.
Οι άλλοι κάτοικοι του χωριού είναι κατά πολύ νεότεροι. Στο Γεννάδι που ήταν από τα κεντρικά χωριά της Νότιας Ρόδου, οι εξελίξεις ίσως να έφθαναν λίγο νωρίτερα
Θ) ΑΠΟΛΑΚΚΙΑ
Στο χωριό Απολακκιά ο κ. Σάββας Λέργος περιγράφει κι αυτός το σακοφούστανο. Άλλωστε ένα αγοράκι είναι πολύ δύσκολο να παρατηρήσει τι φορούν οι γυναίκες και μάλιστα οι γριές εκτός κι αν είναι συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως μάνα ή γιαγιά. Όμως ο κ. Λέργος δε γνώρισε καθόλου γιαγιά και τη μητέρα του την έχασε με τη γρίπη το 1916. Ογδόντα άνθρωποι πέθαναν είπε με τη γρίπη το 1916 που στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι φυσικό να ήταν ηλικιωμένοι.
Ι) ΠΡΟΦΥΛΙΑ
Στο χωριό Προφύλια η κα Συγαμβρή Κωνσταντίνα που γεννήθηκε το 1913 περιγράφει το σακοφούστανο. Θυμάται κάποια γριά που λεγόταν Κάραλη Μαρία και φορούσε ρούχα μονοκόμματα – ριχτά, με ένα ζωνάρι στη μέση, αλλά ήταν πολύ φτωχή και τα ρούχα της φθαρμένα. Γι’ αυτό δε νομίζω ότι μπορούμε να το καταγράψουμε ως ενδυματολογική συνήθεια.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε την ιστορία που περιγράφει η κα Κωνσταντίνα για το πώς καταργήθηκε στη Προφύλια η μόδα με του «σάκοφούστανου» και πώς οι κοπέλες του χωριού προχώρησαν στη επόμενη μόδα που ήταν η «ρόμπα». Η αλλαγή δεν έγινε σταδιακά αλλά απότομα, κατόπιν συνεννόησης των κοριτσιών του χωριού, ώστε να εμφανιστούν με τη νέα μόδα στο γάμο του Μαυρουδή Σπανακαρά και της Δημητρούλας, όταν η κ. Κωνσταντίνα ήταν 19-20 χρονών, δηλαδή περίπου το 1922 – 1923.. Στο γλέντι ο οργανοπαίκτης που έπαιζε λίρα τους τραγούδησε και το ακόλουθο τετράστιχο:

«Στ’ ανάθεμαν το ψιαλί μη πω και τη μοδίστρα,
που βάλλουν τώρα τα κοντά με τη στραοχωρίστρα.
Εβάλλαν τα φορέματα οι λεύτερες κι ελάμπαν,
Και τώρα βάλλουν τα κοντά να φαίνετε η γάμπα».
8) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1Ο: Βασιζόμενοι στις Ιστορικές πηγές, στις προσωπικές μαρτυρίες, καθώς και στην ιστορία και ομοιογένεια της Ρόδου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να επικρατεί άλλη φορεσιά εκτός απ’ τη ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2Ο: Γενικά στη Νότια Ρόδο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατεί η ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά στη πιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 3Ο: Στο χωριό Κατταβιά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φορούν τη πουκαμίσα που δεν ήταν άλλη από την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” δίχως τη προσθήκη της αναγεννησιακής «φούστας».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 4Ο: Δεν αποκλείεται να υπήρξε και μια βραχεία μεταβατική περίοδος κατά την οποία το εξωτερικό φουστάνι της ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς να φορέθηκε με τα μεταγενέστερα, εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, αν και για τους λόγους που περιγράφω στο 3ο κεφάλαιο «έρευνα αλληλεπιδράσεις», δεν είναι τεκμηριωμένο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 5Ο: Περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στα δέκα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου η μόδα με τα «σακοφούστανα» η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» δε καταργείται απότομα, αλλά οι ώριμες σε ηλικία γυναίκες εξακολουθούν να τη φορούν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η μόδα του «σακοφούστανου» παραχωρεί τη θέση της στην επόμενη μόδα που είναι οι «ρόμπες», περίπου τις δεκαετίες του 1910-1920.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 6Ο: Το «σακοφούστανο», όπως και η «ρόμπα, χαρακτηρίζεται ως «μόδα» και όχι ως «φορεσιά». Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ, που εμφανίζεται στη Ρόδο και γενικά στην ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Μεσογείου περίπου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 7Ο: Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη.
Σημείωση ΡΟΔΟΣυλλέκτη: Τις φωτογραφίες του κειμένου μπορείτε να τις δείτε στο υπέροχο site του Δήμου Νότιας Ρόδου στη σελίδα: (http://www.southrhodes.gr/index.asp?a_id=978)
Πηγή :  http://rokar-rokar.blogspot.com/